Η Σοφούλα, ένα 6αχρονο κοριτσάκι ,μοναχοπαίδι, έμαθε να παίζει με τη φανταστική της φίλη, έμαθε από μικρή να πλάθει ιστορίες για παιδιά που έρχονταν στην πόρτα της να τη φωνάξουν για παιχνίδι.
Η Σοφούλα πήγαινε σχολείο. Ερχόταν λεωφορείο κάθε πρωί και την έπαιρνε, ενώ το μεσημέρι την έφερνε σπίτι. Πρώτη δημοτικού! Πόσο της άρεσε! Εκεί έκανε παρέα με τόσα παιδιά, αλλά βλέπεις, ήταν μικρή για να πηγαίνει σπίτι τους ή εκείνα ήταν επίσης μικρά για να έρχονται στο δικό της. Και ζούσε μακριά το ένα παιδί από το άλλο!
Η μαμά της δούλευε. Και δεν είχε χρόνο να κάνει παρέες με τις άλλες μαμάδες.
Όταν όμως δεν πήγαινε σχολείο, έβρισκε τρόπο να παίξει και να γελάσει. Η φαντασία της ήταν γόνιμη και έπλαθε ιστορίες για παιδιά που ήταν φίλοι της αγαπημένοι.
Ειδικά το χειμώνα περνούσε πολλές μέρες μοναξιάς. Οι φανταστικές της ιστορίες της κρατούσαν συντροφιά.
Στην γειτονιά της δεν υπήρχαν πολλές οικογένειες με παιδιά. Μεγάλοι άνθρωποι, ηλικιωμένοι έμεναν στα διπλανά σπίτια. Και τα γειτονόπουλα πήγαιναν σε άλλο σχολείο ...
Αυτές τις ημέρες έβρεχε. Η μαμά φοβόταν μην κρυώσει το παιδί της, αν και η Σοφούλα δεν αρρώσταινε συχνά. Όταν συνέβαινε αυτό, η γιαγιά του διπλανού σπιτιού έκανε χρέη νταντάς ώσπου να γυρίσει η μαμά από τη δουλειά. Ο μπαμπάς ταξίδευε στις ανοικτές θάλασσες.
Σήμερα ξημέρωσε με βαριά συννεφιά. Σκοτεινιασμένος ουρανός έκρυβε το φως της ημέρας και νόμιζες ότι ήταν αργά το απόγευμα. Λίγος πυρετός και ένα μπούκωμα έκαναν τη μαμά της να πάρει την απόφαση να μην πάει η μικρή Σοφούλα στο σχολείο.
Η γιαγιά Αντιγόνη ήλθε να την προσέχει.
-Πάλι βροχή θα χουμε της είπε αφού την καλημέρισε
- Μα γιατί βρέχει τόσες μέρες κα Αντιγόνη;
-Φαίνεται πως ο Θεούλης είναι πολύ στενοχωρημένος με εμάς τους ανθρώπους και κλαίει όλες αυτές τις ημέρες, της είπε
Εκείνη αν και μικρή είχε μάθει από τη μαμά της, ότι η βροχή δεν είναι τα κλάματα του Θεού αλλά τα σύννεφα τη φέρνουν και είναι τόσο απαραίτητη.
Δεν το είπε στη γιαγιά Αντιγόνη όμως, γιατί να τη στενοχωρήσει;
Το σπίτι της Σοφούλας είχε αυλή μπροστά που κατέληγε σε μεγάλο κήπο. Η αυλή ήταν σκεπαστή αλλά στον κήπο υπήρχαν δέντρα και λουλούδια που όταν ερχόταν η άνοιξη φούντωναν με άνθη και μοσχοβόλαγαν. Την αγαπούσε όμως τη βροχή. Της άρεσε να κάθεται στην αυλή τη σκεπαστή, να βλέπει τις σταγόνες να πέφτουν με ορμή. Αλλά σήμερα δεν μπορούσε να βγει έξω και η βροχή δεν ήταν απλά σταγόνες, ήταν μια βρύση τ' ουρανού που άνοιξε και έτρεχε δυνατά. Ρυάκια σχηματίστηκαν στο πλάι της αυλής και έτρεχαν στον κήπο. Τα νερά από την ταράτσα κυλούσαν και αυτά με ορμή και έπεφταν στην αυλή.
Η Σοφούλα, ακουμπισμένη στο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο, παρατηρούσε τη βροχή. Η γιαγιά Αντιγόνη δίπλα της έπλεκε και κάτι της διηγιόταν αλλά δεν την πρόσεχε.
Θυμόταν άλλες φορές που έφτιαχνε βαρκούλες χάρτινες και τις άφηνε στα ρυάκια αυτά να ταξιδεύουν. Δεν είχε μάθει ακόμη να γράφει καλά, αλλά του χρόνου που θα ήξερε, θα έγραφε και γράμματα στις βαρκούλες. Ποιος ξέρει πού θα έβρισκαν λιμάνι και ποιος θα έπαιρνε το γράμμα!
Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με γκρι σύννεφα, σημάδι ότι θα συνέχιζε να βρέχει. Και ξαφνικά άρχισαν αστραπές και βροντές. Δεν φοβόταν το κορίτσι μας αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να είναι έξω με τους κεραυνούς. Πολλά ήξερε η Σοφούλα για την ηλικία της.
Ξαφνικά είδε ένα μικρό σκυλάκι μουσκεμένο από τη βροχή να τρέχει στην αυλή της. Χώθηκε κάτω από τη σκεπαστή βεράντα πίσω από μια μεγάλη γλάστρα και το έβλεπε από το παράθυρο πώς έτρεμε. Φοβόταν τους κεραυνούς το καημένο.
Αχ ήθελε πολύ να πάει να το χαϊδέψει.
Όταν το είπε στην κα Αντιγόνη δεν συμφώνησε
-Άφησέ το να κουρνιάσει εκεί ως να σταματήσει η βροχή και θα φύγει μετά.
Μα η Σοφούλα δεν ήθελε να φύγει το σκυλάκι, ήθελε να το πάρει αγκαλιά.
Όλο το πρωί προσπαθούσε να βρει την ευκαιρία να βγει στην αυλή να το πάρει. Ανησυχούσε μόνο μήπως την φοβηθεί και φύγει, αλλά έβρεχε και σκεφτόταν ότι θα ήταν τρομαγμένο εκεί στην γλάστρα. Έτσι, όταν η γιαγιά Αντιγόνη πήγε να της φτιάξει δεκατιανό, εκείνη έβαλε το παλτό της και βγήκε σιγά σιγά στην αυλή. Πήγε κατά τη γλάστρα και του μιλούσε ψιθυριστά. Το σκυλάκι έτρεμε. Μα η Σοφούλα το πήρε αγκαλιά και το πήγε στο δωμάτιό της. Το τύλιξε με μια πετσέτα και το σκούπισε απαλά. Τι γλυκό που ήταν! Θα την άφηνε η μαμά άραγε να το κρατήσει;
Η κα Αντιγόνη τη φώναξε να φάει το τοστ της. Πήγε γρήγορα μην έλθει στο δωμάτιό της και παρουσιαστεί το σκυλάκι.
-Θα το φάω στο δωμάτιό μου κα Αντιγόνη, της είπε
Έτσι, το σκυλάκι έφαγε τη γαλοπούλα από το τοστ με όρεξη. Και βρήκε ένα κουτάκι από τα παιχνίδια της και το γέμισε με νεράκι.
Εκείνο ζεστάθηκε και άρχισε τα παιχνίδια με τη Σοφούλα. Ένιωθε ασφάλεια.
Τα γαβγίσματα του έφεραν την κα Αντιγόνη στο δωμάτιο. Μάλωσε πολύ την Σοφούλα που βγήκε έξω και της είπε ότι η μαμά της δεν θα δεχόταν ποτέ ένα αδέσποτο στο σπίτι.
Και είχε δίκιο. Η μαμά ετοιμάστηκε να πάει το σκυλάκι στη φιλοζωική εταιρεία που ήταν κοντά τους και δεν λύγισε από τα παρακάλια της κόρης της, ούτε και από τα κλάματά της. Ο αποχαιρετισμός της μικρής με το σκυλάκι έγινε ανάμεσα σε αναφιλητά της Σοφούλας που το βράδυ ανέβασε πολύ υψηλό πυρετό και ο γιατρός που ήλθε δεν βρήκε κάποιον λόγο.
-Εξαιτίας του σκύλου της είπε ο άντρας της, όταν επικοινώνησαν την άλλη μέρα. Πήγαινε και φέρτον στο σπίτι αγάπη μου, την παρότρυνε. Το παιδί μας είναι μόνο του, δεν έχει παρέες, ένας σκύλος θα είναι ό,τι πρέπει για εκείνη.
-Αμ εσύ στην άλλη μεριά του Ωκεανού κι εγώ εδώ μόνη μου με ένα παιδί τρέχω για τα πάντα, τα βρίσκεις όλα εύκολα να έχω και την φροντίδα σκύλου!
Με τα πολλά και αφού η κόρη τους δεν έτρωγε, δεν έπεφτε ο πυρετός, δεν της μιλούσε, πήγε και έκανε τα δέοντα να φέρει το σκύλο στο σπίτι. Πρώτα πέρασε από το κτηνίατρο και το pet shop για τις τροφές του και τα απαραίτητα αξεσουάρ του και γύρισε σπίτι μουρμουρίζοντας.
-Πήρα άδεια σήμερα από την εργασία μου και αντί να ασχοληθώ με το παιδί μου, φορτώθηκα άλλη μια ευθύνη. Για το παιδί σου είναι, της έλεγε μια φωνούλα μέσα της
Η χαρά της Σοφούλας δεν περιγραφόταν. Ο σκυλάκος πήρε και όνομα και μια μεγάλη αγκαλιά από την μικρή του φίλη.
Γρήγορα έγινε καλά το κοριτσάκι και πλέον δεν παραπονιόταν γιατί δεν είχε φίλες. Θα αποκτούσε μεγαλώνοντας. Μα τώρα είχε ένα μικρό αδελφάκι, όπως έλεγε, που της έδειχνε κάθε μέρα την αγάπη του και την εμπιστοσύνη του. Τέλος στα φανταστικά παιχνίδια, τέλος στη φανταστική φίλη, τώρα είχε το νέο της φίλο που ήταν πραγματικός και παιχνιδιάρης.
Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στις ιστορίες του Κειμένου της Μαρίας Νικολάου ''Ιστορίες της βροχής''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου