'' Το μικράκι του παππού'' -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ / Συμμετοχή

 Δεν νομίζω να λείπει από  σπίτι αυτή η υπέροχη συσκευή που παρόλο που η τηλεόραση στρογγυλοκάθισε στα σπίτια μας, το ραδιόφωνο εξακολουθεί να έχει τους εραστές του.


Στο σπιτι μας δεν επαψε ποτέ να παίζει ένα ραδιόφωνο. Η λατρεία της μητέρας μου, ήταν τόσο μεγάλη που μ' αυτό   ξυπνούσε και μ'αυτό κοιμόταν.  Κι όχι σιωπηλά. Πάντα  είχε ένα σταθμό και άκουγε διάφορα. Είχε δε όλα τα μεγέθη τα ραδιόφωνα. Για να μπορεί να τα παίρνει σε κάθε δωμάτιο που ήταν. Εκπομπές ενημερωτιές, ειδήσεις, πολιτικές συζητήσεις, τραγούδια, θεατρικά έργα, ό,τι βάζει ο νους σου  άκουγε. Και ένα ''χαμηλωσε το λίγο'' ακουγόταν συχνά όταν ήμουν παιδί. Τόσο το αγαπούσε που της βάλαμε το τελευταίο της μικρό ραδιοφωνάκι μαζί της, στην τελευταία της κατοικία.

Που λες, την ίδια αγάπη, λατρεία πες πιο σωστά, είχε και ο πατέρας της. Ο παππούς μου βέβαια είχε ένα μόνο μικρό, με μπαταρίες και το πρόσεχε σαν μικρό παιδί. 

Από τότε που βγήκε στη σύνταξη άκουγα τη γιαγιά να λέει ότι στις 5 το πρωί ξυπνούσε ο παππούς κάθε μέρα. Αν ήταν βαρύς χειμώνας έμενε στο σπίτι και κλεινόταν στην κουζίνα με το ραδιοφωνάκι του ανοικτό να πίνει τον καφέ του. Μην ξυπνήσει και τη γιαγιά τόσο πρωί. 

Μόλις όμως ο καιρός εφτιαχνε, ειδικά άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, έβγαινε έξω. Ακόμη δεν είχε ξημερώσει και με το ραδιοφωνάκι του μαζί, πηγαινε στην  πλατεία. Είχε το δικο του παγκάκι που καθόταν με θέα το δρόμο, που εκείνη την ώρα μόλις άρχιζε να ζωντανεύει. Άνοιγε το ραδιόφωνο και το τοποθετούσε δίπλα του, σαν να καθόταν ένας φίλος που δεν είχε. Καμιά φορά μας παραπονιόταν ότι έκανε παράσιτα και η κεραία του δεν επαρκούσε, αλλά δεν έπαυε να το παίρνει κάθε πρωί αξημέρωτα συντροφιά.

Η μητέρα μου που είχε ολα τα μεγέθη, του έλεγε να την αφήσει να του πάρει ένα καλύτερο, αλλά εκείνος επέμενε να μη δέχεται παρά μόνο αν χαλάσει το μικράκι του.

Πάντα στην τσέπη του είχε και εφεδρικές μπαταρίες για να μην ξεμείνει. Έμενε έτσι, να ακούει τραγούδια ή τον παρουσιαστή να μιλάει, και το βλέμμα του πλανιόταν στην κίνηση, ενώ το αυτί του ήταν προσηλωμένο στο παγκάκι δίπλα του.
Περίμενε και τον κουλουρτζή που με την τάβλα στο κεφάλι  και το τρίποδο στον ώμο πήγαινε για το πόστο του. Τον σταμάταγε και έπαιρνε δυο κουλούρια, ένα για εκείνον και ένα άλλο γι αργότερα, για τα περιστέρια. Ξυπνούσαν κι αυτά και θέλανε να φάνε το πρωινό  τους.
Μια μέρα συνηθισμένη, φώναξε τον κυρ Θανάση να σταματήσει για τα κουλούρια του. Είχε μάθει και το όνομά του. Όταν γύρισε προς το παγκάκι του, είδε ένα παλικαράκι να τρέχει με το ραδιοφωνάκι του στο χέρι. Πω πωπω τι ήταν αυτό για τον παππού;
Σήκωσε την πλατεία στο πόδι με τις φωνές. Και να πεις πως είχε αξία; Να πεις ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ξανααγοράσει; Κι όμως, ήταν σαν άρρωστος. Με συρτά βήματα γύρισε στο σπίτι έτσι κατηφής, με το κεφάλι κατεβασμένο που η γιαγιά τρόμαξε. 
''Τι έχεις Αντρέα; Να πάρουμε το γιατρό; Κάτι έχεις, δεν φαίνεσαι καλά''
Με τα πολλά τον άκουσε να ψελλίζει πως του κλέψανε το ραδιόφωνο.
''Άντε καημένε και με κοψοχόλιασες, σιγά το θησαυρό που έχασες''...
Μα κατανόηση καμιά;; σκεφτόταν ο παππούς. Έτσι πήρε την κόρη του τηλέφωνο, τη μητέρα μου. Της είπε τα νέα, ναι ήταν ώρα για το καλύτερο ραδιόφωνο που υποσχόταν να του πάρει. Αλλά το μικράκι του του λειπε.
Το απόγευμα η μητέρα μου πήγε στο σπίτι των γονιών της με το δώρο της και με τις μπαταρίες του νέου ραδιοφώνου, μπόλικες για πολύ καιρό. 
Του έδειχνε τη λειτουργία του, πόσο καθαρά ακούγεται η φωνή, το τραγούδι, ο ήχος αλλά εκείνος- νωρίς ήταν ακόμη, -  δεν το ευχαριστιόταν όπως έπρεπε. ''Και το μικράκι μου επιανε καλά αυτό το σταθμό...και το μικράκι είχε καμπανα ήχο αλλά πάλιωσε....και το μικράκι ήταν τόσο βολικό...και...και΄΄ακόμη πενθούσε!
Από τότε, είχε πρόσθετο λουρί στο ραδιοφωνό του, που το χε περασμένο στο χέρι του. Και δεν το άφηνε πλέον στο παγκάκι όταν αγόραζε τα κουλούρια του. Φυσικά και δεν έπαψε να πηγαίνει στην πλατεία.
Εκείνος συνέχιζε να ακούει τις πρωινές του εκπομπές αλλά το μάτι του έκοβε δεξιά και αριστερά πλέον, μπας και συναντήσει το νεαρό που του έκλεψε το μικράκι του.




Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου με ''  Το Κείμενο'' της., Ιστορίες Ραδιοφώνου


Ευχαριστώ πολύ Μαρία μου για την ευκαρία να γράψω και κυρίως να μπω να ξαραχνιάσω. 

"Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση" Δεύτερος κύκλος/ Συμμετοχή


από το διαδίκτυο και τα δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς της




Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;



                                                    ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

-ΝΑ ΜΗ ΞΑΝΑΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ.
 Αυτά τα  λόγια, οι φωνές μάλλον του πατέρα της Ελίνας αντηχούν στα αυτιά του, όλη την ώρα που οδηγεί. 
 Και ήταν τόσο όμορφη βραδιά, παρόλο το κρύο.  Θα συναντούσε τους  γονείς  της αγαπημένης του για πρώτη φορά.   Η μητέρα της είχε σκύψει το κεφάλι καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης, αποφεύγοντας το βλέμμα της κόρης της. Αλλά ο πατέρας της ωρυόταν. 

Κάποιος 
του αναβόσβηνε τα φώτα πίσω... ναι έπρεπε να αυξήσει ταχύτητα, γιατί οι σκέψεις του κόντευαν να σταματήσουν το αμάξι.
Σουρούπωνε πια σιγά σιγά, και ανεβαίνοντας για το χωριό, σκαρφαλώνοντας στην πλαγιά του βουνού για το πατρικό σπίτι, το κρύο άρχισε να γίνεται εντονότερο. Μετά τη δεύτερη   στροφή, άρχισε και η χιονοβροχή.
Είχε ντυθεί ζεστά, αλλά ήταν παγωμένος ως το κόκκαλο. Η ψυχή του είχε τρομάξει από το μίσος που είδε στα μάτια του πατέρα της αγαπημένης του. Γιατί;

Μια χαρά οικογένεια είχε, έναν πατέρα εργατικό και έντιμο, η μητέρα του όσο ζούσε, πάντα ασχολιόταν με   φιλανθρωπικές δράσεις. Κι εκείνος, ο μοναχογιός τους, ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα για έναν άσχημο λόγο.
  Κανένας ποτέ δεν του είπε άσχημη κουβέντα για την οικογένειά του. Τι ήταν όλη αυτή η κακία του πατέρα της Ελίνας;  

Τα δέντρα αραίωναν λίγο, άρα πλησίαζε  την μεγάλη στροφή, την τελευταία, που θα τον έβγαζε στο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό που τώρα τα περισσότερα σπίτια του παρέμεναν κλειστά. Το καλοκαίρι έσφυζε από ζωή, αλλά το χειμώνα ερημιά και μοναξιά .
Πλατάνια τεράστια αγκάλιαζαν τα πετρόχτιστα σπίτια, ενώ το ποτάμι τους, ο θεός ποταμός όπως τον έλεγαν, κυλούσε με ορμή στα πόδια τους.

Στην άκρη του χωριού, 
τελευταίο στην πλαγιά ήταν το πατρικό του. Ήθελε συντήρηση. Εκείνος θα πλήρωνε τις επισκευές, αλλά παρακάλεσε τον πατέρα του να επιβλέπει. Βλέπεις, ο ένας είναι εργαζόμενος και ο άλλος συνταξιούχος, έτσι του είπε και έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Τώρα που το θυμήθηκε, δεν ήθελε ο πατέρας του να το φτιάξουν. Είχε αντιρρήσεις όντως, δεν πήγαινε στο χωριό για πολλά χρόνια, ούτε διακοπές έκαναν εκεί,  με τη δικαιολογία ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο. Το κληρονόμησε ο Στέφανος από τον παππού Στεφανή, αλλά μετά το θάνατο του παππού, που έφυγε ξαφνικά, δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Απορίας άξιον.

Τα φώτα του αυτοκινήτου 
ήταν τα μόνα που τρύπαγαν το σκοτάδι,  στο μοναδικό δρόμο   του χωριού, ενώ σκαλοπάτια ή ανηφορικά μονοπάτια στο πλάι, οδηγούσαν πιο ψηλά. Ξαφνικά ένα μπουρίνι ξέσπασε.
Δυνατός άνεμος και χιόνι κανονικό πλέον, έδερνε όλο το χωριό. Χρειάστηκε να κρατήσει το τιμόνι γερά και να επιταχύνει για να φτάσει στο σπίτι.
Σκοτάδι και παγωνιά. Δεν φαινόταν ψυχή στο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά στην αυλή και το αμάξι του πατέρα του στο γκαράζ, εμπόδιζαν τον Στέφανο να παρκάρει. Ας μη γίνει κάτι άσχημο και  πάθει ζημιά το αμαξάκι του, καινούργιο ήταν.  Με μεγάλη προσοχή προχώρησε προς το σπίτι γιατί η χιονοθύελλα είχε αγριέψει. Είχε αλλάξει η πόρτα, και τα κουφώματα αλλά και  τα παράθυρα, όλα  ήταν καινούργια. Γερό ξύλο να ταιριάζει με την πέτρα, έτσι ήθελε.
Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Έπεφτε το χιόνι αλύπητα. Ο άνεμος το στροβίλιζε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πατέρας του είχε έλθει στο σπίτι, όταν θα άλλαζαν τα κεραμίδια. Ελπίζω να έχει τελειώσει η δουλειά γιατί απόψε τίποτε δεν θα μείνει όρθιο, σκεφτόταν. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν υποκλινόμενα στη δύναμη του ανέμου.

Η πόρτα άνοιξε 
και ένας απορημένος πατέρας κοιτούσε το γιο του με τα μαλλιά ανάκατα, το χιόνι να προσπαθεί  να μπει στο σπίτι και τον άνεμο να ουρλιάζει.
-Τι θες εδώ τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό παιδί μου;
-Θα τα πούμε πατέρα, γιατί είσαι όμως σκοτεινά;
-Κόπηκε το ρεύμα και δεν ξέρω πότε θα έρθει. Εδώ πάνω κατά την άνοιξη έρχονται οι τεχνικοί. 
-Πήρες τηλέφωνο; 
-Δεν πιάνει το κινητό μου παλικάρι μου με την πρώτη κακοκαιρία. Γνωστό αυτό. Έλα κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς. 
Ένα- δυο κεριά ήταν αναμμένα, ενώ μια σόμπα υγραερίου προσπαθούσε να ζεστάνει το χώρο μαζί με το τζάκι.
Κάθισαν κοντά -κοντά πάνω στο κιλίμι το μάλλινο. Εκεί είδε και ένα στρώμα που μάλλον κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ο πατέρας του
-Εδώ κοιμάσαι;
- Ε ναι.. δεν έχουμε θέρμανση και μέχρι να εγκατασταθεί γιε μου, τι ήθελες να ξυλιάσω; Η σόμπα που έφερες δεν αρκούσε.
-Αχ βρε πατέρα δεν το σκέφτηκα ότι η σόμπα  δεν θα σε ζέσταινε. Με συγχωρείς, δεν το δρομολόγησα καλά, έπρεπε να ξεκινήσουν οι δουλειές άνοιξη. 
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ηρεμία και μοναξιά αν και οι εργάτες μέχρι προχθές έρχονταν ως το μεσημέρι. Ευτυχώς τελείωσαν τα κεραμίδια, έγινε καλή δουλειά και θα έλθουν πλέον για τα πατώματα…   

Τα ξύλα έκαιγαν στο τζάκι  κι η χιονοθύελλα ωρυόταν περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του χωριού.

-Θέλω να μιλήσουμε 
πατέρα... του είπε κάποια στιγμή.
Αφού του διηγήθηκε τι έγινε στην πρώτη του γνωριμία με τους γονείς της Ελίνας,  είπε, κομπιάζοντας είναι η αλήθεια, το κατηγορώ του πατέρα της.
Ο γεροπατέρας του,  τα ‘χασε, απόρησε, έσμιξε τα φρύδια και κοιτούσε κατάματα τον γιο του.
-Γιατί; Γιατί μας κατηγορεί; Σου είπε;
-Μου είπε να σε ρωτήσω, αλλά εκείνος δεν   είπε τίποτε.
-Πώς τον λένε; Από πού μας ξέρει;
-Είναι από την Ωραιοπηγή πατέρα, το διπλανό χωριό, αλλά δεν έχουν περιουσία, ούτε σπίτι εκεί και δεν έχει πατήσει το πόδι του από τα μικρά του χρόνια.
 Σπύρο Καληφωτά τον λένε...
Ησυχία απόλυτη μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν.
Μα τι έπαθε ο πατέρας του ξαφνικά;  Πετάχτηκε ορθός με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Δύσπνοια έχει; ...λες να πάθει κάτι και είμαστε τέρμα θεού εδώ πάνω.  Μην  πάθει τίποτε σε παρακαλώ Θεέ μου, προσευχόταν ο Στέφανος,  προσπαθώντας να ηρεμήσει τον πατέρα του.
-Έλα κάτσε εδώ... στα ζεστά, να, λίγο νερό να συνέλθεις. Άσε να περάσει η βραδιά και τα λέμε από αύριο. Είσαι καλύτερα;
Ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε. Ξάπλωσε καταγής στο στρώμα του, σκεπάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν μόνο 9 το βράδυ αλλά μετά από λίγο,   τον πήρε ο ύπνος αμέσως. Ας είναι καλά τα χάπια. Κοιμόταν ήρεμα και ανέπνεε πάλι φυσιολογικά...  
 
Την άλλη μέρα το πρωί, 
η χιονοθύελλα είχε κοπάσει, αλλά τα πάντα ήταν κάτασπρα.  Ο Στέφανος κοιμήθηκε σε υπνόσακο  δίπλα στο τζάκι, ξυπνώντας συχνά για να βάλει κάποιο ξύλο στη φωτιά και να αφουγκραστεί τον πατέρα του. Πέρασε η νύχτα.
Με τον καφέ στο χέρι άνοιξε το παράθυρο να απολαύσει τη θέα. Ναι, αγαπούσε αυτή τη θέα του χωριού. Ο πατέρας του έπινε τον δικό του καφέ αμίλητος. Του έδειξε τι είχε φτιαχτεί στο σπίτι και τον ρώτησε τι ήθελε να φάνε. Θα μαγείρευε στο τζάκι σούπα  με λαχανικά και θα ήταν η πιο νόστιμη που είχε φάει, έτσι του είπε.  Κωλυσιεργούσε με διάφορες ασχολίες ωσότου έφτασε το μεσημέρι.
-Και τώρα πατέρα αφού φάγαμε και είμαστε ήρεμοι θες να μιλήσουμε λίγο για τους Καληφωτάδες; Ε; Χωρίς άγχος και στενοχώρια. Απλά ... ξέρω πατέρα μου ό,τι ξέρεις γιατί  μας κατηγορεί ο πατέρας της Ελίνας, είμαι σίγουρος ότι κάτι μου έχεις κρύψει. Τι λες;

Ναι ήρθε λοιπόν η ώρα... 
θα του τα έλεγε όλα, είχε δικαίωμα  να μάθει, μόνο να... ας μην έβλεπε την απαξίωση στο βλέμμα του παιδιού του.
-Εδώ γεννήθηκα γιε μου όπως ξέρεις, ζούσαμε ανεκτά εγώ, ο μεγάλος μου αδελφός και οι γονείς μας. Μα ήλθε ο πόλεμος. Δεν θυμάμαι και πολλά, ήμουν πολύ μικρός, αν και ξέρω ότι ο πατέρας μας δεν πήγε στον πόλεμο. Ένα ελαττωματικό πόδι τον εμπόδισε να πολεμήσει.  Ως ότου ήλθαν εδώ οι Γερμανοί. 
 
Η φωνή του γέροντα έβγαινε ψιθυριστή. 
Ο Στέφανος δεν τον διέκοπτε καθόλου, ούτε ερωτήσεις έκανε, μόνο άκουγε προσεκτικά μια περίοδο της ζωής του πατέρα του που δεν είχε ξανακούσει. Όποτε  τον ρωτούσε σαν παιδί  για να μάθει για τα παιδικά του χρόνια, έπαιρνε την ίδια απάντηση ''...δεν ήταν τίποτε σπουδαίο η παιδική μου ηλικία, σχολείο, παιχνίδι, σπίτι, χωράφια''. Έτσι ακριβώς του απαντούσε με την ίδια σειρά και έκοβε κάθε ενδιαφέρον για άλλες ερωτήσεις.
Ο αδελφός ο μεγάλος αρρώστησε με πνευμόνια και πέθανε. Η μάνα του, η γιαγιά του Στέφανου, δεν άντεξε το χαμό και μετά από 6  μήνες χάθηκε και αυτή. 
Και οι κατακτητές έκαναν τα δικά τους, όπως σε κάθε περιοχή της χώρας μας...
Λέξεις ψιθυριστές συμπλήρωναν  το πάζλ της ζωής του πατέρα του Στέφανου. Λόγια κομπιαστά έβγαιναν από το στόμα του, με παύσεις  ανάσας κουράγιου. Ο πατέρας  συνέχιζε ψιθυριστά και η μια λέξη μετά την άλλη χτίζανε την περασμένη ζωή που δεν ήταν καθόλου αξιέπαινη.

Ο Στέφανος αφουγκραζόταν τους χτύπους της καρδιάς του. 
Τι είπε μόλις ο πατέρας του; Ο παππούς ήταν καταδότης των Γερμανών; 
Μα πώς είναι δυνατόν; ψέλλισε.
-Δεν τα ήξερα αγόρι μου, τα έμαθα από τον ίδιον τον Καληφωτά, που μου τα είπε μετά το θάνατο του παππού σου.
-Και τον πίστεψες; Χωρίς αποδείξεις;
-Αλήθεια είπε γιε μου. Βρήκα μετά ένα γράμμα του πατέρα μου σε ένα σεντούκι που είχε μέσα κοσμήματα. Όσα είχαν περισσέψει από τη πώληση που έκανε ο παππούς σου. Βέβαια στο γράμμα γράφει ότι τα κοσμήματα του τα έδιναν οι Γερμανοί ως πληρωμή που ήταν διερμηνέας, ήξερε γερμανικά καλά, αλλά και ως αμοιβή γιατί πλήρωνε η κάθε οικογένεια για να ελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Είπε ότι ήταν υποχρεωμένος να τα πάρει από τους ίδιους τους κατακτητές. Μα ο Καληφωτάς μου είπε ότι ο χαμός του αδελφού του που ενεπλάκη σε δολιοφθορά ήταν έργο του παππού σου. Αυτός τον πρόδωσε. Και τον πιστεύω γιε μου, γιατί μου ομολόγησε ότι εκείνος  έσπρωξε τον πατέρα μου στο γκρεμό, από εκδίκηση.
Εκείνος τον σκότωσε γιε μου. Αλλά δεν τον κατήγγειλα. Είχε τα δίκια του. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο χωριό μόνο μια φορά που βρήκα το σεντούκι και τα χρυσαφικά τόσων ανθρώπων. Δοσίλογος ήταν ο πατέρας μου και ντρέπομαι πολύ. Μα δεν το ξερα, δεν το ξερα, επαναλάμβανε στο Στέφανο.

Δυο μέρες αμίλητοι 
πέρασαν στο σπίτι ως ότου τακτοποιήσει ο Στέφανος τις δουλειές του. Μιλούσαν μόνο  για τα απαραίτητα.  Φύγανε και οι δυο από εκεί για πάντα.

Ένας χρόνος μετά
Στην κηδεία του πατέρα του Στέφανου που τον πρόδωσε η καρδιά του, 6 μήνες μετά τη βραδιά των αποκαλύψεων, πολλοί άνθρωποι έδωσαν το παρόν. Και μετά ο Στέφανος ήταν έτοιμος να φύγει για πάντα από την Ελλάδα. Θα πήγαινε στις ΗΠΑ, να δουλέψει, να φτιάξει τη ζωή του εξαρχής.

Όλα τα είχε πουλήσει, 
όλη την περιουσία τους την ρευστοποίησε και  έδωσε τα χρήματα, παρουσία του Δημάρχου των χωριών τους , παρουσία του παππά και δυο μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών τους,  που ήξεραν ποιες οικογένειες είχαν χάσει ανθρώπους και περιουσίες εξαιτίας του παππού. Να μοιραστούν  στους απογόνους ως μια μικρή συγνώμη κι ας μην ήξερε ο ίδιος τίποτε.
Τότε ήταν που έπαθε το έμφραγμα ο πατέρας του Στέφανου. Όταν είδε την εταιρεία του και την περιουσία τους να ρευστοποιείται. 
Όταν ρώτησε αν τον θεωρεί υπεύθυνο ο γιος του για όσα έκανε ο παππούς και πήρε την απάντηση που τον  πόνεσε
-Δεν ήξερες, σε πιστεύω, δεν έφταιγες πατέρα, αλλά έγινες συνένοχος. Όταν έμαθες, συνέχιζες να ζεις με οικονομική άνεση που στηρίχτηκε στην περιουσία του πατέρα σου. Άρα;;
Ο Στέφανος γέμισε τύψεις γιατί στενοχώρησε τόσο τον πατέρα του που αρρώστησε και πέθανε. Αλλά η αλήθεια ήταν αυτή και εκπτώσεις δεν γίνονταν.

Με την Ελίνα 
είχαν χωρίσει. Του Στέφανου πρωτοβουλία. Τους επισκέφτηκε και τους μίλησε έξω από τα δόντια.
-Δεν μπορούμε να στηρίξουμε μια νέα ζωή πάνω σε αποκαΐδια. Εγώ εγγονός ενός δοσίλογου...
-Το έλεγα εγώ, επιτέλους το παραδέχεσαι, φώναζε ο Καληφωτάς
-Κι εσύ Ελίνα, κόρη ενός δολοφόνου. Τι σπιτικό θα ανοίξουμε;
Δεν έμαθε ποτέ τι αντίκτυπο είχαν τα λόγια του στην οικογένεια της Ελίνας... μόνο το κλάμα της θα θυμόταν για πάντα, μα ήταν γεμάτος από θυμό, τύψεις, ντροπή και πόνο ψυχής.
Γι αυτό θα έφευγε 
για πάντα. Ίσως ξεχνούσε, ίσως έκανε μια νέα αρχή στη ζωή του. Ποιος ξέρει;
Έπρεπε να κλείσει την πόρτα του χθες και να ανοίξει του αύριο, αλλά μακριά από εδώ!



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο του Γιάννη και του Ηδύποτον, ''Μια ιδέα- Μια Έμπνευση'' #2ος
Εδώ παρουσίαζονται όλες οι συμμετοχές μας

Ευχαριστώ πολύ Γιάννη για την όρεξη που έχεις να δημιουργείς και να μας παρακινείς και εμάς δημιουργικά.

'25 λέξεις#15 /Συμμετοχή

 

           

                                       


Κοίταξα ψηλά τον ήλιο 

να ζωγραφίζει τον ουρανό.

Δεκάδες χρώματα αγκάλιαζαν το στερέωμα.

 Αγαλλίασα!

Κοίταξα γύρω μου την πόλη

Δεκάδες ψυχές στοιβαγμένες στο σκοτάδι

Μελαγχόλησα!      

                           

         
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στις ''25 Λέξεις ''#15  που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ''Κείμενο'' της.  
 Ολα τα 25λεκτα ήταν υπέροχα. Σας ευχαριστώ όσους ψηφίσατε τη δική μου συμμετοχή.
Η φωτογραφία στην αρχή της ανάρτησης είναι της Μαρίας που μας δίνει μια φωτο κάθε φορά για να εμπνευστούμε
Αναμένω το επόμενο!

Σας δείχνω σήμερα και τα δωράκια που έλαβα από τη  Ρούλα μας αφού κληρώθηκα στο μπλογκ της. Τα έλαβα πριν τις γιορτές, ναι ξέρω ντροπή μου που τα δείχνω τόσο αργά, συγνώμη Ρούλα μου αλλά τώρα βρήκα ευκαιρία...
Ξέρετε τι χρυσοχέρα είναι έ; 
Απίθανα χειροποίητα δώρα σταλμένα από την καρδιά της




Ευχαριστώ πολύ Ρούλα μου να σαι πάντα καλά!