Εκείνο το πρωί, ο γερο- Μιχαήλ, ή τρελοΦαν, όπως τον φώναζαν οι συντοπίτες του, έφτασε ασθμαίνοντας στα παραπήγματα.
-Να φύγουμε, γρήγορα, να φύγουμε, γρήγορα, κακό έρχεται , δεν πρέπει να μας βρει εδώ, δεν πρέπει να μας βρει εδώ... γρήγορα!
Η Σιμώνη βγήκε έξω και είδε τους ήδη ταλαιπωρημένους γείτονές της να βρίζουν και να αποδιώχνουν τον τρελοΦαν. Εκείνος απτόητος πήγε κοντά της
-Γρήγορα Σιμώνη, γρήγορα Σιμώνη, ετοιμάσου να φύγουμε. Το πρωί να τα έχεις όλα έτοιμα. Θα έλθω να σε πάρω. Και το παιδί... μη ξεχάσεις το παιδί, μη ξεχάσεις το παιδί.
-Μα θα φύγουμε Μιχαήλ, έτσι κι αλλιώς σε τρεις- τέσσερεις μέρες, πρέπει να έχουμε αδειάσει τις καλύβες μας, γιατί να βιαστούμε;
Το βλέμμα του ήταν έντονο. Την κοιτούσε σαν να ήθελε να εισχωρήσει η ματιά του στη ψυχή της να δει αυτό που εκείνος έβλεπε. Δεν μιλούσε, μόνο την κοιτούσε ακίνητος!
Δεν του έφερε αντίρρηση. Βλέπεις, της είχε αποδείξει ότι έπρεπε να πιστεύει αυτές τις τρέλες που έλεγε για το μέλλον, αν και πολλές φορές συγκεχυμένα που δεν έβγαζες νόημα.
Τον καθησύχασε. Τώρα ήξερε ότι θα έφευγε μαζί του. Πώς να αρνηθεί; Από τότε που έμεινε έγκυος και όλοι της γύρισαν την πλάτη, εκείνος ήταν πλάι της. Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τον είχε στήριγμα, αλλά δεν ένιωθε μόνη όταν οι υπόλοιποι αγρότες την αγνοούσαν.
Έγκυος και ανύπαντρη. Ποιος ήταν ο πατέρας; Δεν το μαρτύρησε ποτέ. Τι να έλεγε εξάλλου; Μόνο ο Μιχαήλ το ήξερε, αλλά πώς; Ούτε αυτό το έμαθε. ''Τα μελλούμενα, τα μελλούμενα'' της έλεγε. Όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας, εκείνος έφερε τη μαμή και έμεινε κοντά της με το μωρό. Εκείνος τη βοήθησε τις πρώτες ημέρες και εκείνος κρατούσε το παιδί όταν δεν μπορούσε να το πάρει στη δουλειά της. ΄Ηταν φιλότιμος και έκανε ό,τι του ζητούσες. Οι γείτονες απέστρεφαν το βλέμμα.
Ετοιμάστηκε όλη την ημέρα μαζεύοντας τους μπόγους της και ξεδιαλύνοντας τι θα έπαιρνε μαζί. Ένα ξύλινο καρότσι με μια ρόδα που θα έσπρωχνε εκείνη, θα μετέφερε τον ενός έτους γιο της, μαζί με όσους μπόγους από τα υπάρχοντά τους θα χωρούσαν. Κάνα δυο θα φορτωνόταν στην πλάτη και θα έπαιρνε το δρόμο του ξεριζωμού, τα άλλα θα έμεναν εδώ. Και τρόφιμα μην ξεχάσει, να έχουν για το δρόμο, για το παιδί.
Δεν είχε άλλη επιλογή, κανείς δεν είχε. Όλοι έπρεπε να φύγουν από το τσιφλικάτο που δούλευαν για 10 ολόκληρα χρόνια.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί η 25χρονη πανέμορφη Σιμώνη, με ζεστά ρούχα που δήλωναν την αγροτική της τάξη , με ένα μελαγχολικό βλέμμα που σκίαζε το πράσινο των ματιών της και με ένα παιδί στην αγκαλιά, ήταν έτοιμη περιμένοντας τον Μιχαήλ
Εκείνη την ημέρα πρωί πρωί, ο Μιχαήλ κατέφτασε με ένα κάρο που έσερνε ένα άλογο. Η έκπληξή της ήταν τεράστια.
-Έλα να φορτώσουμε, να φορτώσουμε, της είπε ο αυτόκλητος προστάτης της.
Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 50 ετών, μα φαινόταν για 70. Ταλαιπωρημένος, με νου πολλές φορές να ταξιδεύει αλλού, να τρέφεται από ελεημοσύνες και να κοιμάται όπου έβρισκε, αλλά ακίνδυνος και έμπιστος, έγινε ο σύντροφός της στο ταξίδι.
Σήμερα όμως ήταν σε εγρήγορση. Δεν της είπε πού βρήκε την άμαξα
-Δεν πιστεύω Μιχαήλ να την πήρες από κάποιον ε;
Η ματιά του την κοίταξε με οργή. Φοβήθηκε λίγο έτσι που είχε στυλώσει το βλέμμα του επάνω της, μισοκλείνοντας τα μάτια και μεγαλώνοντας οι ρυτίδες που τα αυλάκωναν. Όλοι ήξεραν ότι ο τρελοΦαν δεν κλέβει ποτέ. Αλλά πού βρήκε την άμαξα; Οι γείτονές της, όσοι είχαν οικονομίες και πούλησαν ό,τι ήταν άξιο να πουληθεί, πήραν ένα άλογο ψωριάρικο και γερασμένο. Το δικό τους το κοίταζαν με φθόνο.
-Θα μάθεις αργότερα, αργότερα, είπε
Η καρότσα ήταν ξύλινη, είχε αυτοσχέδια οροφή και τοιχώματα από δέρματα ζώων στηριγμένα σε ξύλα, μια κατασκευή που αποκλείεται να την είχε κάνει ο Μιχαήλ.
Φόρτωσαν τελικά όλα τα υπάρχοντά της και την ξύλινη κούνια του γιου της. Την στερέωσε ο Μιχαήλ στο πλάι της άμαξας και έβαλε και ένα αχυρόστρωμα δίπλα.
-Για σένα, για να ξεκουράζεσαι, για να ξεκουράζεσαι, της είπε
Χαιρέτησε τους γείτονές της που κανένας δεν της ευχήθηκε καλό ταξίδι, και έφυγαν. Και γιατί να της ευχηθούν ; Την απέφευγαν περισσότερο από τότε που αποδεχόταν δίπλα της τον τρελοΦαν. Αλλά εξακολουθούσαν να την περιφρονούν γιατί ήταν μια άτιμη, αστεφάνωτη μάνα.
Το βλέμμα της απλώθηκε τριγύρω. Δεν κοίταξε όμως πίσω. Χωράφια που ποτίστηκαν με τον ιδρώτα τους κάρπιζαν αυτήν την εποχή. Η γη είχε καλυφθεί με χρυσαφένιο μανδύα. Όμως, ο νέος αιώνας πλησίαζε και η πρόοδος έκανε τον τσιφλικά τους, αλλά και τους ομοίους του, να θυσιάσουν τις καλλιέργειες , για να ανοιχτούν δρόμοι και γραμμή για το τρένο και που θα έφερναν νέες επενδύσεις με μεγαλύτερο κέρδος. Και οι εργάτες τους; Δικός τους πρόβλημα, δική τους η φτώχεια, δικό τους το κακό ριζικό. Επρεπε να τους αδειάσουν τη γωνιά!
Στο βάθος διέκρινε τα βουνά σκεπασμένα με το χιόνι του χειμώνα. Ο ήλιος όμως έλαμπε σήμερα, η άνοιξη έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα. Και τότε, εκεί στα δεξιά τον είδε. Πάνω στο άλογό του, με τους άντρες του τριγύρω, επιστατούσε την περιοχή και κοιτούσε το φευγιό της. Το ένοιωθε το βλέμμα του επάνω της. Ήταν μακριά για να δει τη ματιά του, μα ήξερε ότι εκείνη κοιτούσε. Αναστέναξε.
Σε λίγο το κάρο τους, άφησε το δρόμο του τσιφλικάτου και πήρε το στενό χωμάτινο δρομάκι στ' αριστερά.
-Γιατί από εδώ Μιχαήλ; τον ρώτησε
-Απ' εδώ, απ' εδώ, της είπε με το γνωστό του τρόπο να επαναλαμβάνει την απάντηση.
Δεν ζήτησε εξηγήσεις, εξάλλου καμιά διαφορά δεν είχε αν θα πήγαιναν δυτικά ή ανατολικά. Ευτυχώς που χθες, πήγε με τον μικρό της στους τάφους των γονιών της να αφήσει ένα αγριολούλουδο και να τους αποχαιρετήσει. Στα δεξιά του δρόμου, έξω από τα κτήματα, ήταν ο χώρος που έθαβαν τους εργάτες.Ένα βουναλάκι χώμα, με δυο ξύλα που σχημάτιζαν σταυρό και επάνω του είχε χαράξει με μαχαίρι τα ονόματά τους, ήταν το τελευταίο τους σπιτικό.
Τα κτήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα τσιφλίκια ήταν καλλιεργημένα όλα, μα το είδος της σοδειάς άλλαζε από αφεντικό σε αφεντικό. Έτσι τα είχαν συμφωνήσει.
Ο αέρας ήταν κρύος και το μικρό της κουκουλωμένο στα ζεστά, κοιτούσε περίεργα τριγύρω.
Κατά το μεσημεράκι σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα στην αρχή του δασωμένου λόφου. Μια πηγή πρόσφερε δροσερό νερό για το άλογό της και για 'κείνους. Έβγαλε από το σάκο της το πρόχειρο φαγητό τους και φάγανε, έτσι, για να γεμίσουν λίγο το στομάχι και να αντέξουν το ταξίδι.
Συνέχισαν το δρόμο τους. Μπροστά τους πλέον απλωνόταν ο γυμνός χωματόδρομος με μια διχάλα δεξιά, που οδηγούσε στο βουνό. Αριστερά τους απλωνόταν το ποτάμι φορτωμένο με νερό που κυλούσε στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνους. Είχε νερό όλο το χρόνο, μα τώρα ήταν η εποχή των βροχών και η εποχή που έλιωναν τα χιόνια και ήταν φορτωμένο με τον ανεκτίμητο θησαυρό για τους ανθρώπους.
Τι όμορφα που ήταν από εδώ! Το τοπίο άλλαζε. Δέντρα κοσμούσαν τη γη από εδώ και πέρα. Πού και που, κομμένοι κορμοί μαρτυρούσαν το βασανισμό της φύσης για να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων.
Ο Μιχαήλ δεν άφηνε τα γκέμια και οδηγούσε αμίλητος. Όσες φορές και αν προσπάθησε η Σιμώνη να του πιάσει κουβέντα απέτυχε. Κι εκείνη σώπασε μέσα στην μελαγχολία της. Ο μικρούλης της κοιμόταν στην καρότσα ασφαλής και ζεστός. Τα δέρματα ήταν καλή μόνωση από τη ψύχρα που όσο ανέβαιναν τον ανηφορικό δρόμο γινόταν εντονότερη.
Και στη διχάλα ο Μιχαήλ έστριψε δεξιά.
-Μα τι κάνεις Μιχαήλ; Γιατί βγήκες από τη δημοσιά και ανεβαίνουμε το βουνό;
-Το κακό έρχεται, το κακό έρχεται, να προφυλαχτούμε. Εχει σπηλιές το βουνό, μεγάλες, μεγάλες σπηλιές, που χωράει και την άμαξα. Θα είμαστε ασφαλείς, ασφαλείς.
Μπήκαν στην σπηλιά που επέλεξε ο τρελοΦαν. Επειδή υπήρχε πηγή κοντά, της είπε. Ξεζεψαν το άλογο, ήθελε και αυτό την φροντίδα του, γέμισαν νερό τον σίκλο του και του έβαλαν το σακί με το σανό του να τρώει.
Μάζεψαν πέτρες και έκαναν την πυροστιά τους για να ανάψουν φωτιά. Ευτυχώς ξύλα υπήρχαν άφθονα γύρω. Και ο Μιχαήλ στοίβαζε κι άλλα, κι άλλα.
Και μετά τον είδε να χάνεται. Εκείνη έβαλε στη φωτιά το μικρό χάλκινο καζάνι της και ετοιμάστηκε να βράσει τις πατάτες της.
Το κάρο τους στερεωμένο στην άκρη της σπηλιάς, τους χρησίμευε και για κρεβάτι.
Ο Μιχαήλ γύρισε με κυνήγι. Μα πώς τον σκότωσε, μα πώς τον βρήκε, μα ...τόσες ερωτήσεις που δεν τις έκανε, κουρασμένη και απηυδισμένη να υπακούει έναν μεσήλικα με σαλεμένο νου. Αμέσως μάλωσε τον εαυτό της για τις σκέψεις που έκανε. Ντράπηκε!
Εκείνος έβαλε πέτρες στο άνοιγμα της σπηλιάς ως τη μέση και βάλθηκε να γδέρνει το λαγό που σκότωσε.
Νύχτωνε... το φεγγάρι δε φάνηκε απόψε. Σύννεφα είχαν γεμίσει ξαφνικά τον ουρανό. Έκανε κρύο κι έριξε άλλο ένα ξύλο στη φωτιά. Τάισε το παιδί της και το άλλαξε έτοιμο να κοιμηθεί. Τι ήσυχο που ήταν το βλαστάρι της!!
Όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, ο τρελοΦαν το ήξερε κι ας μην του το είχε πει. Και μια μέρα ήλθε και της είπε να μην το πει του πατέρα της. ‘’ Όχι, άσε τον να φύγει, να φύγει ήσυχος.’’ Δεν κατάλαβε τι εννοούσε, μα πώς να πει του πατέρα της, ότι είχε κρυφό δεσμό με το γιο του τσιφλικά και έμεινε έγκυος; Ούτε εκείνη μπορούσε να το χωνέψει πώς έμπλεξε. Μα τον αγάπησε, και ήταν σίγουρη ότι κι εκείνος την αγάπησε. Και μόνο που της είπε να το κρατήσει κρυφό όχι για εκείνον, αλλά για την ασφάλειά της ήταν αρκετό. Βλέπεις, ένας πλούσιος με την κόρη ενός κολίγου ήταν έγκλημα. ''Θα μπορούσαμε να φύγουμε'' της είχε πει εκεί πίσω από τη συστάδα των παραπηγμάτων που χρησίμευαν για αποθήκες, που χρησίμευαν για να αγκαλιάζουν τις δικές τους στιγμές. ''Θα μας κυνηγήσουν όμως, θα χαθείς από προσώπου γης και δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω, ούτε εσένα, ούτε το παιδί μας''. Ναι ο κολίγος ανήκε τρόπον τινά στον αφέντη του. Και εκείνος μπορούσε να τον χτυπήσει και να του κάνει κακό. Οι αρχές δεν επενέβαιναν. Η αρχή της περιοχής ήταν ο τσιφλικάς.
Φοβήθηκε. Κράτησε μυστικό την εγκυμοσύνη της όσο να φανεί η κοιλιά της. Μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν 5 χρόνια και εκείνη, ήταν η μόνη παρηγοριά του πατέρα της. Ως ότου, λίγες μέρες αργότερα , ο πατέρας της πέθανε την ώρα που όργωνε. Η καρδιά του μάλλον τον άφησε. Έφυγε χωρίς να τον έχει πικράνει. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο τρελοΦαν είχε δίκιο!
Εκείνη συνέχισε να δουλεύει στις μηχανές γαζώματος. Και την άφησαν να μείνει στην καλύβα τους κι ας πέθανε ο πατέρας της. Δεν ήξερε γιατί, αφού δεν ανήκε στο προσωπικό των αγροτών, αλλά δεν ρώτησε.
Μια αστραπή φώτισε την σπηλιά, ενώ άρχισαν οι κεραυνοί να μαρτυρούν πόσο γρήγορα ο καιρός αλλάζει στα βουνά.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στο πλάι της φωτιάς να την προσέχει μη σβήσει, ενώ έβαλε τον Μιχαήλ στο αχυρόστρωμα, δίπλα στο γιο της. Και η βροχή μαζί με το τριζοβόλημα των ξύλων,άρχισαν ρυθμικά να τη νανουρίζουν.
Οι σκέψεις της βαριές της πλάκωναν την καρδιά. Άφησε πίσω της τους τάφους των γονιών της, τον πατέρα του παιδιού της που ακόμη αγαπούσε. Άφησε ένα μάτσο σαπιόξυλα που αποτελούσαν την καλυβα της και της έδιναν μια κάποια ασφάλεια. Τώρα; Μια νέα αρχή τη γέμιζε άγχος και αβεβαιότητα. Η κούραση και το τραγούδι της βροχής έφεραν τον ύπνο που είχε ανάγκη για να ξεκουράσει σώμα και ψυχή.
Το πρωί ξύπνησε ενώ η φωτιά ζέσταινε το χώρο. Είδε τον τρελοΦαν να κοιτάζει έξω από την πόρτα της σπηλιάς. Έκανε τις απαραίτητες δουλειές και πήγε κοντά του με τον μικρό της αγκαλιά. Η βροχή ήταν καταρρακτώδης. Το νερό κυλούσε σαν μικρός καταρράκτης εδώ κι εκεί.
-Αυτό είναι το κακό που μου έλεγες; τον ρώτησε
-Το ποτάμι, το ποτάμι θα τα πνίξει όλα, όλα.
Ανησύχησε. Και οι γείτονές τους; Εκείνος;
Καθησύχασε τον εαυτό της. Δεν είναι δυνατόν να τα ξέρει ο Μιχαήλ τα μελλούμενα. Εντάξει κάποια προαισθήματά του μπορεί να βγήκαν αληθινά, αλλά όχι και να ξέρει τι θα πάθουν οι άνθρωποι. Πρώτη φορά θα πλημμύριζε το ποτάμι;
Μα η βροχή συνεχίστηκε τρεις ολάκερες ημέρες. Έβρεχε αμείωτα και άκουγες ως την σπηλιά πάνω στο βουνό, το βουητό του ποταμού,ένας βρυχηθμός άγριος και απειλητικός, σαν ένα θηρίο που ξύπνησε θυμωμένο και ζητούσε να καταβροχθίσει τα πάντα.
Πέρασε άλλη μια μέρα ως να τραβηχτούν τα νερά. Πολύ αργότερα θα μάθαινε, ότι πολλοί γείτονές της που είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους παρασύρθηκαν στην πλημμύρα. Πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι το ποτάμι πλημμύρισε τον τόπο και κατέστρεψε όλες τις σοδιές. Πολύ αργότερα θα μάθαινε πόσο κινδύνεψε εκείνος. Όπως θα μάθαινε ότι το ποτάμι πήρε τον τσιφλικά πατέρα του στην αγκαλιά του.
Όταν ζέψανε το άλογο και ετοιμάστηκαν να αφήσουν τη σπηλιά, ένοιωθε τυχερή που είχε δίπλα της τον Μιχαήλ. Τι θα έκανε με ένα μωρό μέσα στην πλημμύρα; Ούτε να το σκεφθεί δεν ήθελε.
Πήραν πάλι το δρομάκι να βγουν στη δημοσιά. Όλα ήταν διαφορετικά τώρα. Το αμάξι προχωρούσε με δυσκολία . Ο δρόμος είχε γίνει ένας λασπότοπος και πολλές φορές κατέβαιναν να σπρώξουν το κάρο τους να ξεκολλήσει από τις λακκούβες.
Ο μικρός γκρίνιαζε, ο Μιχαήλ μιλούσε συνεχώς χωρίς να απευθύνεται σε εκείνη και η Σιμώνη, δεν ήξερε αν έπρεπε να ευλογεί τη μοίρα της ή να την καταριέται.
Αλλά η φύση έλαμπε. Τα δέντρα σαν να είχαν πλύνει αμαρτίες γυάλιζαν στο φως!
Το ποτάμι γεμάτο ως επάνω, συνέχιζε το δρόμο του, δυνατό και ατρόμητο.
Μπροστά τους πάλι απλωνόταν μια διασταύρωση.
-Εμείς θα πάμε αριστερά, αριστερά είπε ο Μιχαήλ
-Τι να κάνουμε αριστερά; Ποιες πόλεις υπάρχουν αριστερά; Δεξιά είναι οι μεγάλες πόλεις που μπορεί να βρω δουλειά Μιχαήλ.
-Όχι αριστερά, εκεί στα σύνορα, στα σύνορα, εκεί θα πάμε σ'αλλη χώρα,
Η Σιμώνη οδηγούσε την άμαξα να ξεκουράσει τον συνεπιβάτη της.
Τράβηξε τα γκέμια και κράτησε την άμαξα στην άκρη του δρόμου
-Μιχαήλ, αν δεν μου πεις τι σχέδια έχεις και πώς τα έφτιαξες, δεν φεύγουμε από εδώ.
Αλλιώς θα πάρω το γιο μου και θα φύγω μόνη μου. Τελεία και παύλα. Κατάλαβες; του μίλησε έντονα
Εκείνος ξεροκατάπιε ενώ χόρευε στα πόδια του τον μικρούλη που ήθελε να αγγίζει το άλογο.
-Εκείνος, εκείνος τα ετοίμασε όλα. Η άμαξα, εκείνος την έφερε, εκείνος την έφερε, εκείνος την έφτιαξε, εκείνος μου είπε πού να πάω, πού να πάω, εκείνος μου ζήτησε να έλθω μαζί σου, μαζί σου. Εκείνος μου έδωσε οδηγίες. Εκείνος μου δωσε και αυτό , και αυτό...
Έβαλε το χέρι του μέσα στο πανωφόρι του και έβγαλε ένα πουγκί γεμάτο.
-Χρήματα, χρήματα για σένα για τον πρώτο καιρό και μου πε... μου πε να τον περιμένεις, να τον περιμένεις θα έλθει να σε βρει. Σε άλλη χώρα όμως, σε άλλη χώρα όμως.
Είναι αλήθεια ότι ο καθένας μας έχει τον ατομικό του ήλιο που δεν εξαρτάται από τον ήλιο του Σύμπαντος, αλλά από τη διάθεση της καρδιάς.
Και ο ήλιος της Σιμώνης εκείνη τη στιγμή, ανέτειλε ολόλαμπρος και φώτισε την πλάση γύρω της, όπως ζέστανε και την καρδιά της! Τα μάτια της σμίξανε με το καθάριο πράσινο της φύσης και οι παλμοί της καρδιάς της χτυπούσαν ρυθμικά ''θα σε πε ρι μέ νω ''!
Η Αντι-555
Ήταν η ώρα για το αγαπημένο της σήριαλ. Πήρε θέση στον καναπέ, πήρε και τα σνακ της αλλά και ένα ποτήρι λευκό κρασί να τα συνοδεύει και συντόνισε την τηλεόραση στο κανάλι του σήριαλ. Ψυχοφθόρα η σημερινή ημέρα στη δουλειά, είχε ανάγκη ξεκούρασης του νου.
Διαφημίσεις...χμ τις βαριόταν αφάνταστα. Εκεί που περίμενε στωικά την έναρξη του σήριαλ, ακούει ένα θόρυβο, ένα κλικ και ... τα πάντα σκοτείνιασαν. Τα φώτα έσβησαν. Ρεύμα δεν είχε πλέον. Σηκώθηκε ξαφνιασμένη, ο γενικός διακόπτης ήταν στη θέση του, το ρελέ επίσης. Άρχισε να βρίζει ενώ περπατούσε προσεκτικά σαν τυφλή και βγήκε στο μπαλκόνι. Έξω σκοτάδι κι εκεί. Περασμένες δέκα το βράδυ και οι λάμπες του δήμου σβηστές. Τα φανάρια ελέγχου της κυκλοφορίας επίσης. Γενική συσκότιση.
Μπήκε στο σπίτι και άναψε το φακό του κινητού της. Να βρει ένα κερί, να έχει ένα υποτυπώδες φως για να μην ξεμείνει και από μπαταρία. Ψάχνοντας το άκουσε. Ένα τρίξιμο στην αρχή, ένα δεύτερο αμέσως, σαν κάτι να σχιζόταν. Σαν ένα χαρτί σκληρό που κόβεται... Κοίταξε τριγύρω.
Άκουγε μόνο το κράτσ του σκισίματος να σπάει τη σιωπή απειλητικά. Σκοτάδι πυκνό. Το κινητό είχε σβήσει και δεν λειτουργούσε πια. Είχε και μια συννεφιά απόψε. Ούτε το φεγγάρι δεν φώτιζε τον κόσμο λίγο.
Έκανε μερικά βήματα ψηλαφώντας τριγύρω. Και τότε το είδε. Ένα μεγάλο άνοιγμα στο πάτωμα. Παραλίγο να πέσει μέσα. Σαν κάποιος να είχε σχίσει τις σανίδες. Σαν να ήταν οι σανίδες από χαρτί. Έτσι ακριβώς είχε σχιστεί το ξύλο. Πήγε στην άκρη. Κοίταξε μέσα...Στο βάθος ένα αχνό φως τρεμόπαιζε, αλλά τι; Δεν μπορούσε να διακρίνει.
Κούνησε το κεφάλι τρομαγμένη. Πισωπάτησε. Δεν συμβαίνουν αυτά, τι γίνεται τώρα; Πήγε προς την πόρτα. Να φύγει, να βγει έξω αυτή ήταν η πρώτη της σκέψη. Τα κλειδιά, πού είναι τα κλειδιά; Προσπάθησε να ανοίξει , ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά άφαντα. Ψηλαφιστά έφτασε την τσάντα της. Ούτε εκεί τα κλειδιά. Μα τα είχε στην πόρτα. Τι γίνεται απόψε; Ήταν εγκλωβισμένη στο ίδιο της το σπίτι με μια τρύπα τεράστια στο πάτωμα. Διαφυγή από πουθενά.
Η ανάσα της έγινε γρήγορη.
'' Πάει τρελάθηκα τελείως'' είπε φωναχτά η Εύα.
Γονάτισε και άρχισε να ψηλαφίζει το άνοιγμα. Ναι ήταν αληθινό το χάσμα κάτω από τα πόδια της.
Και ένας κρύος αέρας που ερχόταν από κάτω, της πάγωνε τα σωθικά. Σηκώθηκε. Πισωπάτησε. Ακούμπησε στον τοίχο πίσω από την τραπεζαρία. Λύγισε το σώμα της και έκατσε στα πόδια της. Με τα χέρια της αγκάλιασε το κορμί της. Τα μάτια της εστίασαν εκεί στο ημίφως του ανοίγματος . Έχασκε καθαρά αν και χωρίς ρεύμα, έβλεπες το άνοιγμα του παρκέ. Έβλεπες αχνά το φως του να σπάει το μαύρο σκοτάδι.
Τι να κάνει; Τι θα συμβεί; Γιατί θα συμβεί ήταν σίγουρη. Για κάποιο λόγο είχε ανοίξει το πάτωμά της. Σκέφτηκε να βγει στο μπαλκόνι. Ίσως ήταν ο μόνος δρόμος διαφυγής. Θα περνούσε στο διπλανό διαμέρισμα, θα καλούσε την αστυνομία, θα ...μα πρώτα έπρεπε να περάσει την τρύπα, μα πώς; Ο καναπές λίγο δεξιότερα ήταν στη θέση του. Άρα δεν είχε άνοιγμα από κάτω του. Θα ανέβαινε στον καναπέ και θα περνούσε. Η μπαλκονόπορτα ήταν από την άλλη μεριά της τρύπας.
Το έβαλε σε εφαρμογή. Μόλις πλησίασε τον καναπέ και σήκωσε το πόδι της να ανέβει επάνω του, ένα χέρι την έπιασε από τον αστράγαλο.
Ούρλιαξε!! Δεν μπορούσε να κινηθεί, εξαιτίας του χεριού ή του τρόμου της;
''Ποιος είναι εκεί;' ' ρώτησε με μια φωνή που δεν αναγνώρισε, έτσι που βγήκε στριγκλίζοντας ο ήχος από το λαιμό της.
Μια φιγούρα ανέβαινε επάνω. Σαν να ήταν σε ανελκυστήρα. Σαν να πετούσε. Έφτασε δίπλα της. Όρθια, στητή. Την έβλεπε καθαρά λες και είχε ένα εσωτερικό φως μέσα της. Την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Η φιγούρα ήταν απροσδιόριστου φύλου. Τα χαρακτηριστικά της ήταν διάφανα και το σώμα της καλυπτόταν από πτυχές ενός χιτώνα μακρύ. Είχε άραγε πόδια; Τρομοκρατημένη πισωπάτησε... Το πόδι της είχε ελευθερωθεί πλέον αλλά το σώμα της δεν υπάκουε να κινηθεί μακριά.
''Ποιος είσαι; Τι είσαι; Τι θες από μένα;''
Η φιγούρα άρχισε να αλλάζει μορφή. Ένα φως είχε καλύψει το χέρι που απλώθηκε προς τη μεριά της και το φως έλουσε ολόκληρη την Εύα.
Και τότε η φιγούρα πήρε την μορφή της Εύας γρήγορα. Σε μια στιγμή μονάχα, είδε η Εύα τον εαυτό της απέναντί της.
Τα ΄χασε
''Τι συμβαίνει; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια όλα αυτά. Δεν...''
'' Σήμερα είναι η μόνη ημέρα στο χρόνο που η σύνδεση των δυο κόσμων μας είναι εφικτή'' άκουσε τη φωνή της, τη φωνή της δεύτερης Εύας να της εξηγεί.
''150 άτομα από μας, θα μείνουμε για μελέτη στο δικό σου κόσμο και εσείς, που θα αντικαταστήσουμε, θα μεταφερθείτε στον κόσμο μου. Μην ανησυχείς, όχι για πολύ. Ίσα ίσα για να πάρουμε τις πληροφορίες που θέλουμε και θα επιστρέψετε όλοι στον τόπο σας.
Το ίδιο συμβαίνει αυτήν τη στιγμή σ' όλο τον κόσμο που θέλουμε επικοινωνία και επαφή''
Και αμέσως αισθάνθηκε να την τραβά κάτι προς την τρύπα. Ξανά ούρλιαξε. Ξανά προσπάθησε να αμυνθεί. Μα έπεφτε και έπεφτε μέσα στο μαύρο σκοτάδι χωρίς καν να έχει ταχύτητα, απλά με στροβιλισμούς έφτασε στον προορισμό της. Πάτησε στα πόδια της
Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν σε ένα μεγάλο χώρο, μια αίθουσα γεμάτη από φιγούρες που κινούνταν κάνοντας τις δουλειές τους πίσω από μηχανήματα και οθόνες.
Την υποδέχτηκε ο επικεφαλής της αίθουσας, όπως της είπε. Απροσδιόριστου φύλου και εκείνος. Με μάτια ακίνητα φωτεινά να την κοιτούν και να της μιλούν χείλη που δεν κινούνταν. Έβλεπε το σώμα του και όμως θα ορκιζόταν ότι ήταν ένας αέρας, ένα διάφανο σώμα, αλλά όμως σώμα... Σε διάφορα σημεία της αίθουσας άλλοι άνθρωποι προσγειώνονταν σημάδι ότι έγινε και αλλού η αντικατάσταση. Προσπάθησε να πλησιάσει μα ο επικεφαλής εκείνη την ώρα της μίλησε
'' Καλώς όρισες. Είμαι ο 52. Εσύ θα ζήσεις για ένα χρόνο το λιγότερο μαζί μας. Θα σε αποκαλούμε Αντι-555 μια και έχεις τη θέση της 555. Έλα μαζί μου, θα σου δείξω πού θα ζεις και τι θα κάνεις''
Προσπάθησε να μιλήσει. Η φωνή της έβγαινε χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια.
΄' Τι είστε; Πού είμαι; ''
'' Πρώτον να σου πω ότι είμαστε γήινοι και εμείς, αλλά προσαρμοσμένοι στο δικό μας περιβάλλον. Να πω επίσης ότι δεν μιλάμε, οι σκέψεις μας μεταφράζονται σε ομιλία και ακούς τις απαντήσεις που σκέφτονται οι συνομιλητές σου. Είμαστε στον Χ-Παράλληλο κόσμο της Γης . Έτσι ονομάζεται ο τόπος μας . Και ζούμε εδώ, μαζί με εκείνους που εξαφανίστηκαν στη Γη και εργάζονται για το καλό της Γης μητέρας πατρίδας''
Τα έχασε η Εύα. Τι είναι όλα αυτά; Για ποιο καλό; Και τι κάνει η 555 στη θέση μου;
Αμέσως άκουσε τις απαντήσεις στις σκέψεις της δυνατά.
'' Η 555 παίρνει τη θέση σου στη δουλειά σου. Έχεις πολλές εξαφανίσεις στη δουλειά σου έτσι; Ως σύμβουλος ψυχολόγος της αστυνομίας ειδική σε ψυχανάλυση εγκληματιών, προσώπων και μαρτύρων, αντιμετωπίζεις συχνά εξαφανίσεις έτσι; Κάποιους τους βρίσκετε νεκρούς. Κάποιοι άλλοι δεν βρίσκονται ποτέ. Γιατί είναι εδώ, εδώ κάτω σε μας. Στον παράλληλο κόσμο μας.''
Της έδειξε τα κατατόπια και την μύησε στη δουλειά που θα έκανε. Θα έπαιρνε τη θέση της 555 που ήταν αναλύτρια των δεδομένων της δουλειάς της. Παλιά περιστατικά και αναλύσεις αλλά ήταν του χώρου της. Για όνομα του Θεού, τους παρακολουθούσαν; Ξέρανε τη δουλειά της;
''Δεν σας παρακολουθεί κανείς, αλλά στη θέση σου πριν προσληφθείς είχε αντικατασταθεί ο συνάδελφός σου για ένα έτος από δικό μας. Δεν έχουμε την ευχέρεια να πηγαινοερχόμαστε. Όταν ανοίγουν οι πύλες τότε γίνεται η αντικατάσταση. Μετά επιστρέφουν οι δικοί μας με τα δεδομένα που θέλουμε''
Και δεν απάντησε σε καμιά άλλη ερώτηση-σκέψη της Εύας. Ήθελε τόσο να μάθει πού ήταν ο συνάδελφός της που αντικαταστάθηκε, μήπως δεν επέστρεψε, ενώ στην πατρίδα δεν είχε κλείσει ο φάκελος εξαφάνισής του; Ήθελε τόσα να ρωτήσει. Της έδειξε τον κοιτώνα της και της γνώρισε και άλλα μέλη της κοινότητας. Και την άφησε να περιπλανηθεί.
Τι ήταν αυτό που ζούσε; Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε προς το παρόν;
Προχώρησε στο δρόμο. Ήταν έξω αλλά είχε την εντύπωση ότι ήταν κάπου εσωτερικά. Κοιτούσε ολόγυρα. Παράλληλος κόσμος δηλ; Είμαι τώρα στην πόλη μου; Κάπου εδώ είναι το σπίτι μου;
''Όχι δεν υπάρχει τίποτε από την πόλη σου της είπε μια φιγούρα που πλησίαζε. Ούτε το σπίτι σου φυσικά. Μια τεράστια γυάλα είναι όλος ο κόσμος μας και μέσα σ'αυτόν είναι οι δρόμοι, οι χώροι που ζούμε, που εργαζόμαστε. Ό,τι βλέπεις εδώ γύρω υπάρχει πολλές φορές και αλλού στο θολωτό κόσμο μας και καλύπτει όλα τα κράτη. Ο θόλος μας είναι τεράστιος. Η ατμόσφαιρα είναι τεχνητή και οξυγόνο μαζί με άλλα αέρια είναι αυτό που αναπνέουμε. Όλα γίνονται αλλιώς στον οργανισμό μας. Ζούμε σε έναν παράλληλο πλανήτη αν το καταλαβαίνεις έτσι καλύτερα''
''Κι ο δικός μου οργανισμός; Τι επιπτώσεις έχει όλο αυτό σε μένα'';
''Τώρα έχεις γίνει σαν την 555. Όταν επιστρέψεις θα ξαναγίνεις η Εύα''
''Η μετακίνηση; Πώς γίνεται η μετακίνηση; Πώς πάτε από τη μια μεριά του θόλου στην άλλη;''
''Υπάρχει ένα τούνελ στο τέλος του δρόμου στα δεξιά σου. Εκεί υπάρχει το μεταφορικό μας μέσον. Κάτι σαν το μετρό το δικό σας, αλλά ατομικά καθίσματα που σε μεταφέρουν αστραπιαία στον τόπο προορισμού. Τα express wagon που ταξιδεύουν με ταχύτητα ήχου''.
Τα έχασε άλλη μια φορά.
Περιπλανήθηκε στο χώρο. Παντού κάψουλες που ή ήταν άδειες ή κάποιος ήταν ξαπλωμένος με σωλήνα συνδεδεμένο επάνω του.
Κοιτούσε για λίγη ώρα δεν ήξερε, δεν κατανοούσε απολύτως τίποτε ακόμη.
Μια φιγούρα βγήκε από την κάψουλα.
Τι να ναι αυτό; σκέφτηκε η Εύα
''Είναι ο χώρος που ξεκουραζόμαστε. Στην ουσία δεν χρειαζόμαστε ύπνο απλά θέλουμε ανανέωση και συνεχίζουμε την εργασία μας. Καλώς όρισες Αντι-555'΄της είπε η φιγούρα που μόλις είχε βγει από την κάψουλα ανανέωσης.
Ούτε να σκεφθεί κανείς δεν μπορεί χωρίς να τον ακούσουν οι άλλοι; ξανασκέφτηκε
''Όχι δεν μπορεί κανείς να σκεφθεί κάτι χωρίς να το μάθουμε, γι αυτό στον τόπο αυτό δεν υπάρχει παρανομία, ούτε εγκληματικές σκέψεις'' είπε η 314 όπως της συστήθηκε.
''Δηλ αν σκεφθώ κάτι όταν δεν είναι κανείς κοντά πώς το μαθαίνουν οι άλλοι; ''
''Θα χρειαστεί να ανανεωθείς, αλλιώς θα πέσεις λιπόθυμη. Τότε ο σωλήνας που συνδέεσαι σου δίνει την ενέργεια που χρειάζεσαι, αλλά καταγράφει και όλες τις σκέψεις της ημέρας σου''
Τρομαχτικό!
''Δεν είναι τρομαχτικό αν σκεφθείς πόσα άσχημα συμβαίνουν στον κόσμο σου, όταν οι σκέψεις των άλλων που δεν είναι φανερές γίνονται πράξεις. Σε χαιρετώ γιατί πρέπει να πάω στο πόστο μου''
''Περίμενε!! Και αν παρόλα αυτά κάνει κάποιος κακές σκέψεις, επιλήψιμες, εγκληματικές;''
''Τότε απλά εξαϋλώνεται''!!!
Έμεινε άφωνη και απέσυρε όποιες σκέψεις της έρχονταν στο νου... Τι στο καλό είναι όλο αυτό;
Η Εύα συνέχισε την πορεία της. Δρόμος χωρίς αυτοκίνητα φυσικά, ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχαν πότε πότε αυτές οι κάψουλες ανανέωσης ή άλλα μεταλλικά κουβούκλια σαν κοντέινερ που έκαναν διάφορες εργασίες. Φύση ανύπαρκτη. Ουρανός δεν υπήρχε. Έβλεπες μονάχα ένα θόλο που αντικατόπτριζε την επιφάνεια σαν καθρέφτης. Και το φως τεχνητό, ούτε ήλιος, ούτε άστρα, ούτε φεγγάρι.
Αποκλείεται να έμενε ένα χρόνο σ'αυτόν τον τόπο. Πώς θα έφευγε; Τι θα έπρεπε να κάνει; σκεφτόταν συνεχώς. Πρέπει να μάθει τα κατατόπια. Σίγουρα κανένας δεν επιστρέφει. Όσοι ερχόμαστε εδώ χανόμαστε κατά τα γούστα τους, σκεφτόταν πυρετωδώς
Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ανημπόρια. Μια κόπωση την κατέλαβε. Τότε δίπλα της φάνηκε μια άλλη φιγούρα και της ζήτησε να την ακολουθήσει.
''Εδώ σ'αυτό το κουβούκλιο θα ξεκουραστείς, θα ανανεωθείς και θα επιστρέψεις ξανά γεμάτη ενέργεια'' και την οδήγησε σε ένα κουβούκλιο. Την έβαλε να ξαπλώσει και την συνέδεσε στο λαιμό της με μια σωλήνα. ''Τι να έχω εκεί; '' Μα δεν πρόλαβε να συνεχίσει τις σκέψεις και δεν θυμάται πλέον τίποτε.
Όταν τελείωσε η ανανέωση αποσυνδέθηκε αυτόματα και βγήκε έξω στο χώρο. Ένιωθε ξεκούραστη. Προχώρησε στην αίθουσα που θα ήταν το πόστο της. Έπρεπε να δει τι συμβαίνει, τι δουλειά θα έκανε. Έπρεπε να μάθει για όσους σαν κι εκείνη έρχονταν εδώ. Πού είναι; Πού ζουν; Μπορεί να τους συναντήσει;
Ο επικεφαλής της αίθουσας όπως τον ονόμαζε, ο 52, μιλούσε με κάποια άλλη φιγούρα και όλοι ήταν ακίνητοι στη θέση τους. Ο 52 την κάλεσε να πλησιάσει. Της σύστησε τον 5, έναν υπαρχηγό της θολωτής χώρας τους, όπως της είπε.
''Έλα να μιλήσουμε,'' της είπε ο υπαρχηγός
'' Μας απασχολούν οι σκέψεις σου της πρωτοείπε. Πρέπει να σου λύσω απορίες για να κατανοήσεις και να αντέξει ο νους σου ένα χρόνο που θα μείνεις μαζί μας. Αλλιώς θα εξαϋλωθείς. Δεν θες να πεθάνεις έτσι;. Λοιπόν δεν αντέχεις εδώ σκέφτηκες. Γιατί δεν έχεις φύση, ουρανό και ήλιο; Σε κατανοώ. Αλλά και στον τόπο σου πληγώνετε τη φύση που τόσο λες ότι αγαπάς. Και φτάσατε να έχετε έναν ήλιο επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Θα καταστρέψετε τον πλανήτη με τόσες μολύνσεις του περιβάλλοντος. ''
''Πώς θα το εμποδίσετε; Θα εξαϋλώνετε όσους δεν υπακούουν σε νόμους;''
''Με το να πειραματιζόμαστε σε εγκληματικά μυαλά και να βρίσκουμε τρόπο να αλλάξουμε το δρόμο της σκέψης τους. Έχουμε καταφέρει να αφαιρέσουμε το τμήμα του εγκεφάλου που ασχολείται με εγκληματικές ενέργειες ή σκέψεις , αλλά δεν επιτυγχάνει σε όλες τις περιπτώσεις. Και χάνουμε ανθρώπους. Εξαϋλώνονται. Σκεφτήκαμε μήπως παίζει ρόλο και η προσωπικότητα του καθένα. Εδώ θα έχουμε εσένα και τις αναλύσεις των προφίλ των ανθρώπων σας''
''Πώς δημιουργήθηκε ο παράλληλος αυτός κόσμος;''
''Εσύ ξέρεις πώς δημιουργήθηκε η ζωή στη γη; Ακόμη ψάχνετε. Κι μείς έχουμε θεωρίες επιστημονικές, αλλά είναι τόσο παλιά η παράλληλη ζωή μας εδώ όσο και η δική σας, οπότε συνεχίζουμε.''
''Τι τρώτε; Τι πίνετε; Τι αναπνέετε; Πώς αναπαράγεστε; Δεν βλέπω μικρά παιδιά''
''Πολλές σκέψεις πολλές ερωτήσεις. Δεν έχουμε ανάγκη τροφής και υγρών. Το ήλιον είναι το κατεξοχήν αέριο που αναπνέουμε μαζί με πρόσμιξη άλλων αερίων μαζί με οξυγόνο . Και αναπαραγόμαστε τεχνητώς μια και οι σεξουαλικές επιθυμίες μας δεν υπάρχουν. Κατευθείαν δημιουργούνται όντα έτοιμα για εργασία''
'' Τι θέλετε να επιτύχετε; Γιατί σας νοιάζει τόσο η Γη, η δική μας Γη αφού εσείς κατοικείτε σε έναν άλλον τόπο; Αφού είστε τόσο διαφορετικοί; Αφού δεν έχετε κάτι να μοιάζετε με εμάς ;Δεν πιστεύω τίποτε από όσα λες. Ούτε πιστεύω ότι θα με γυρίσετε πίσω, σωστά;''
''Εντάξει θα σου πω. Έχετε τον ωραιότερο πλανήτη, τον ωραιότερο παράλληλο θα πω σωστότερα, τον απολαμβάνετε αλλά τον καταστρέφετε. Δεν μπορείτε να ελέγξετε τον πληθυσμό της Γης και δεν μπορείτε να τους κάνετε να υπακούσουν. Δεν είναι άδικο, άνθρωποι επιρρεπείς σε κάθε ανομία να έχουν τόση ομορφιά που δεν εκτιμούν, για τον εαυτό τους; ''
''Ώστε θέλετε να μας αντικαταστήσετε... Θέλετε να πάρετε τις θέσεις μας. Σωστά; Και αν γίνετε σαν και μας πώς θα πάψετε να σκέφτεστε αρνητικά; Και γιατί δεν έρχεστε όλοι επάνω να ανακατευτείτε με ανθρώπους παίρνοντας μορφές που εξαφανίστηκαν;''
''Γιατί δεν μπορούν να ανέβουν πολλοί από τον ένα κόσμο στον άλλο. Όποτε μπορούμε μεταφερόμαστε. Ξέρεις πόσοι από μας ζουν ανάμεσά σας; Αλλά πρέπει να γίνει η αλλαγή θέσης. Ένας δικός μας παίρνει τη θέση ενός γήινου του Α- παραλλήλου που είναι ο κόσμος σου. Και η σκέψη μας συνεχίζει να ελέγχεται όπως και εδώ. Είπαμε ότι αφαιρούμε το τμήμα του εγκεφάλου που είναι ικανό για άσχημες σκέψεις. Μόνον αυτοί παίρνουν άδεια εισόδου στον κόσμο σου''
''Και πώς επιλέγετε ποιον θα πάρετε;''
'' Με συντεταγμένες, με παραλλήλους και με ηλεκτρονικά ίχνη που αφήνουν τα κινητά σας''
''Ναι αλλά η επιλογή πώς γίνεται;''
'' Δεν επιλέγουμε, ουσιαστικά απλά εκεί που τέμνονται όλα είναι το σημείο που ανοίγει η πύλη. Όποιος είναι εκεί έρχεται στον κόσμο μας. Μόλις η 555 σε άγγιξε με το φως, μάθαμε τα πάντα για σένα. Έτσι έγινε και με τους υπόλοιπους''
''Άρα δεν σας νοιάζει η εργασία μου, κανενός το πόστο δεν σας ενδιαφέρει. Οπότε, δεν πρόκειται να με αφήσετε να επιστρέψω έτσι; ''είπε με έντονη φωνή
''Θα σου αρέσει εδώ , θα δεις, έχουμε πρόγραμμα σε 50 χρόνια να έχουν αντικαταστήσει παγκόσμια όλοι οι δικοί μας ανάλογους δικούς σας. Κι αν εσύ είσαι χρήσιμη θα έλθεις μαζί μας, σημειωτέον ότι εδώ δεν γερνάει κανείς. Σε εντυπωσιάζει;''
''Όχι, εκείνο που με εντυπωσιάζει είναι ότι για τη δική σας επιθυμία διαπράττετε αδίκημα, εγκληματική πράξη, λέτε ψέματα και καταστρέφετε ανθρώπους, σωστά; Ενώ διατείνεστε ότι είστε εναντίον κάθε παρανομίας''
Ο 5 την κοίταξε καλά καλά. ''Νομίζω ότι θα τα πάμε πολύ καλά με σένα εδώ. Έχεις κοφτερό μυαλό..''
Φυσικά έχω σκέφτηκε η Εύα και θα βρω το σημείο μηδέν σας. Θα το βρω και θα δείτε, σκέφτηκε η Εύα αν και αμέσως προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της επειδή μόλις είχε ακούσει δυνατά τις σκέψεις της.
Ο 5 την κοίταξε βλοσυρά...
Στον γύρω χώρο έπεσε ησυχία. Όλες οι φιγούρες γύρισαν το κεφάλι στην Εύα. Την είχαν ακούσει όλοι. Είχαν ακούσει τις απειλές της. Και με ένα νεύμα του 5, μερικές φιγούρες την πλησίασαν.
Την έπιασαν από τους καρπούς. Την έσερναν μαζί τους.
''Πού με πάτε; Τι κάνετε; Σταθείτε, μην με τραβάτε, μα τι κάνετεεεεε;;''
Πετάχτηκε ιδρωμένη και αλαφιασμένη. Κοίταξε τριγύρω, το σήριαλ μόλις είχε τελειώσει και εκείνη είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου