Γειτονιά γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια. Εκεί που τα σπίτια μας ήταν μονοκατοικίες με αυλές και κήπους. Εκεί που ο κάθε ιδιοκτήτης ήξερε όλους τους υπόλοιπους. Εκεί που τα παιδιά, βγαίναμε έξω να παίξουμε όλα μαζί. Εκεί που η κάθε μαμά γινόταν μάνα για όλα τα παιδιά που παίζαμε παρέα και μας πρόσεχε όσο ήμασταν έξω από τα σπίτια μας.
Όταν ήμουν μικρή, ο μπαμπάς μου ταξίδευε. Ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα και τις περισσότερες φορές δεν προλάβαινε να έλθει σπίτι γιατί ο απόπλους οριζόταν γρήγορα. Έπρεπε λοιπόν να πάει η μαμά μου στον Πειραιά στο λιμάνι, να του πάει τα καθαρά ρούχα του και τη στολή του και να πάρει όσα ήταν για πλύσιμο.
Εμένα και τις δυο αδελφές μου, μας άφηνε σε μια κυρία που μας φρόντιζε και μας πρόσεχε. Άλλες φορές ερχόταν σπίτι μας και άλλες πηγαίναμε εμείς στο δικο της, καμιά 10αριά βήματα από το δικό μας.
Ήταν μια μεσήλικη κυρία, τη θυμάμαι σαν τώρα. Η μικρούλα μου αδελφή την φώναζε Νινία από το Ευγενία που ήταν το όνομά της.
Το σπίτι της φτωχικό αλλά πεντακάθαρο. Ζούσε από τις κυρίες όπως η μαμά μου, που τις βοηθούσε με τα παιδιά ή με το σπίτι.
Όταν πηγαίναμε σπίτι της, που το προτιμούσαμε τα καλοκαίρια, μαζευόμασταν 5-6 παιδιά και περνούσαμε από την αυλή της που πάντα είχε απλωμένα ρούχα. Αν και ήταν μόνη της απορούσα γιατί κάθε μέρα έπλενε. Όπως έμαθα από τη μαμά μου, έπλενε και σιδέρωνε άλλων κυριών τα απρόρουχα.
''Προσοχή τα ρούχα φώναζε πάντα. Μην τα πιάσετε με τα χέρια σας''. Εμείς όμως δεν θέλαμε να μείνουμε στην αυλή. Περνούσαμε από ένα μονοπάτι στο πίσω μέρος της αυλής που γύρω γύρω την προστάτευε ένα συρματόπλεγμα που δεν ξέρω κι εγώ πώς έστεκε όρθιο. Αυτό το μονοπάτι το μικρό οδηγούσε σε ένα χωράφι μικρό γεμάτο δέντρα. Δεν τα γνώριζα όλα. Και ευκάλυπτο θυμάμαι και μουριά που έκανε εκείνα τα νοστιμότατα μωβ μουρα και ένα άλλο δέντρο με κίτρινους καρπούς που τραβάγαμε τη φλούδα του και το τρώγαμε, πεντανόστιμο.
Ανάμεσα στα δέντρα που ήταν φυτρωμένα σε αταξία, υπήρχε χορτάρι χαμηλό βέβαια, που φαινόταν περιποιημένο. Που και που έβλεπες γλάστρες, άλλες σπασμένες και άλλες πήλινες μεγάλες με λουλούδια και βασιλικούς. Σ'αυτόν τον κήπο παίζαμε όλες οι φίλες μαζί και ήταν η δικιά μας φωλιά, ο δικός παράδεισος, η δική μας μυστική γωνιά.
Σε κάποια μεγάλα δέντρα ο μπαμπάς μιας φίλης είχε κρεμάσει με σκοινί κούνιες, απλή τάβλα δηλ δεμένη γερά να κάνουμε κούνια. Και πιο πέρα, απλώναμε ένα τραπεζομάντηλο που μας είχε δώσει η μαμά και σάντουιτς και παγούρια με νερό, αλλά και φρούτα και μπισκότα ήταν στη διάθεσή μας.
Η Νινία, που μας αγαπούσε και δεν μας χαλούσε χατήρι, πολλές φορές, μας τηγάνιζε κεφτέδες, τα πιο νόστιμα κεφτεδάκια που είχα φάει ποτέ και μας τα έφερνε κάτω από τα δέντρα, εκεί που ο ήλιος έπαιζε κρυφτό μαζί μας.
Και τι παιχνίδια δεν παίζαμε! Και κρυφτό πίσω από τους χοντρούς κορμούς των δέντρων, και στρατιωτάκια ακούνητα και αγέλαστα, αλλά και με τις κούκλες μας που τις είχαμε μαζί. Γελούσαμε και τραγουδούσαμε και κανείς δεν μας ενοχλούσε. Ποιος ξέρει αν ακουγόμασταν έξω στο δρόμο!
Όλα κυλούσαν υπέροχα ώσπου μια μέρα ενώ ήμασταν η κάθε μια στα σπίτια μας, θυμάμαι τη Σοφούλα που ήλθε τρέχοντας στο δικό μου σπίτι. Είχε θυμώσει με τη μαμά της που ήθελε να τη στείλει κατασκήνωση και εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει ότι θα πάει σε ένα περιβάλλον με άγνωστα παιδιά. Έκλαιγε, φώναζε, έλεγε ότι δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ στη μαμά της και τελικά αποφάσισε να φύγει απο το σπίτι και να κρυφθεί. Ήλθε λοιπόν και μας το είπε. Εγώ και η μια μου αδελφή, που ήμασταν πιο μεγάλες αποφασίσαμε να συμπαρασταθούμε στη φίλη μας. Φύγαμε μαζί της και σκεφτήκαμε καλά πού να κρυφθούμε. Α, μα φυσικά στη μυστική γωνιά μας.
Η Νινία μας, έλειπε από το σπίτι αλλά η περίφραξη που δεν ήταν στέρεη μας '''αφησε'' να μπουμε. Χωρίς να μας δει κανείς, τρυπώσαμε πίσω από την αυλή στον δικό μας χώρο, στον δικό μας παράδεισο. Είχε πάρει η κάθε μια μας ό,τι πίστευε ότι θα μας χρειαστεί, το τραπεζομάντηλο να καθίσουμε, φρούτα και τις κούκλες μας- ε να μην έχουμε παρέα;- τα μπλογκ ζωγραφικής μας και χωθήκαμε μέσα στο πράσινο κάτω από φουντωτά δέντρα. Ήσυχες, αμίλητες. Να περάσει η ημέρα που ο μπαμπάς της Σοφούλας θα την πήγαινε στην κατασκήνωση.
Οι γονείς μας ήξεραν τον κήπο αυτόν, αλλά ποτέ δεν τους λέγαμε ότι εκεί περνούσαμε τις ώρες που ήμασταν στο σπίτι της Νινίας. Ούτε τους είχαμε περιγράψει ποτέ τα δέντρα και τα λουλούδια. Και φυσικά δεν είπαμε ποτέ πόσο αγαπούσαμε αυτή την μυστική γωνιά μας. Εξάλλου αν το λέγαμε δεν θα ήταν μυστικό πλέον, έτσι;
Οι ώρες κυλούσαν και εμείς παίζαμε αμέριμνες. Φάγαμε τα φρούτα μας και ήπιαμε νερό από τη βρυσούλα της αυλής, ζωγραφίζαμε αλλά και συζητούσαμε για την ''σπουδαία επανάστασή μας'' που ''θα βάλει μυαλό σ'αυτούς τους γονείς που δεν μας σκέφτονται''! Α είχαμε θυμώσει όλες μαζί.
Οι ώρες περνούσαν και το στομάχι γουργούριζε, αλλά δεν τολμούσαμε να βγούμε από τον κήπο μας.
Δεν είχαμε δει και την κυρία Ευγενία καθόλου.
Όταν άρχισε να βραδιάζει και εμείς ήμασταν ακόμη στον κήπο, φοβηθήκαμε που δεν είχαμε φως και το σκοτάδι έκρυβε τόσα ''τέρατα τρομαχτικά''! Η φαντασία των μικρών παιδιών είναι αστείρευτη.
Κάποια στιγμή ήλθε με φακό η Νινία μας και η μαμά μου. Ήταν και η μαμά της Σοφούλας μαζί. Μας είδαν καθιστές κοντά η μία με την άλλη. Σοβαρές και χωρίς φωνές είναι η αλήθεια, αλλά όμως θυμωμένες, μας πήραν στο σπίτι μας.
Η κάθε μια μας άκουσε όσα οι γονείς μας είχαν να μας πουν, πήραμε και τις τιμωρίες μας, με μεγαλύτερη αυτή που μας στενοχώρησε απίστευτα και ήταν να μην ξαναπατήσουμε στον μυστικό μας κήπο. Αυστηρές οδηγίες και στη Νινία για να μην μας κάνει το χατήρι. Πολύ στενοχωρηθήκαμε, αλλά παρηγοριόμαστε με τη νίκη της Σοφούλας, που δεν πήγε κατασκήνωση.
Καμιά από εμάς δεν ξαναπήγε στον δικό μας παράδεισο, ούτε στο σπίτι της Νινίας, γιατί ερχόταν εκείνη στο δικό μας.
Από τότε, όποτε βλέπω κλειστό χώρο από δέντρα και πράσινο και ανάμεσα χώρο να κάθισουμε πάνω στο χορτάρι, θυμάμαι το μοναδικό μας μυστικό κήπο, τον κήπο της παιδικής μου ηλικίας, που τελικά με την πάροδο των χρόνων θυσιάστηκε στο βωμό της ανάπτυξης και της πολυκατοικίας.
Παιδάκια έμειναν στα διαμερίσματα αυτά και βγαίνανε στα μπαλκόνια και έβλεπαν άλλα μπαλκόνια απέναντι και χώρους χωρίς δέντρα και χωρίς παιδικούς παραδείσους!
Αν και ζούσα και εγώ πλέον σε ένα τέτοιο τσιμεντένιο κουτί, εντούτοις τα λυπόμουν αυτά τα παιδάκια που ήταν μικρότερά μου και που δεν είχαν γνωρίσει το δικό μας μυστικό παράδεισο.
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο της Κικής μας και του blog της ΕΚΦΡΑΣΟΥ Καλοκαιρινός Θησαυρός: Τα Κρυμμένα Σημεία της Γειτονιάς μας
ονιάς