Ενιαία κίνηση bloggers: Μια ευκαιρία για τον Παύλο!

Καλημέρα σου!
Εύχομαι να είναι καλή η μέρα για σένα και  για όλα τα παιδιά του κόσμου. Εύχομαι να είναι καλή μέρα και για ένα παλικάρι στην άνοιξη της ζωής του, που  παλεύει κάθε μέρα εδώ και δυο χρόνια για να ζήσει. Τον λένε Παύλο και είναι 17 ετών!

Όχι, μην προσπερνάς, διάβασε εδώ στο μπλογκ http://www.kapaworld.gr/  την ιστορία του Παύλου 
και αν μπορείς να συνεχίσεις την ημέρα σου σαν να μη συμβαίνει τίποτε, εντάξει.
Εγώ δεν μπόρεσα να προσπεράσω.
Το ξέρω, θα πεις συμβαίνουν πολλά, δεν τα μπορούμε όλα. Αλλά όλοι μαζί, ένα χέρι, μια γροθιά για να βοηθήσουμε όσο μπορούμε να μαζευτούν τα χρήματα που θα δώσουν ελπίδα ζωής στον Παύλο. Θυμάσαι την κοπέλα που έφυγε για Βοστόνη με τη βοήθεια του  κόσμου; Σκέψου τις ελπίδες που κάθε ένας μας μπορεί να δώσει σ' αυτό το παιδί, από το λίγο, από το υστέρημά του.
Σκέψου ότι μπορεί να ήταν στη θέση του το δικό μου παιδί, το δικό σου. 
Ας βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Η ανθρωπιά δεν πέθανε!
Εδώ είναι ο αριθμός μέσω του οποίου η οικογένεια προσπαθεί να συγκεντρώσει όσο πιο άμεσα γίνεται ένα αξιοσέβαστο και πολυπόθητο ποσό για να μπορέσει να μεταφερθεί ο Παύλος στη Βοστόνη.   

ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΣΟΥΣΑΝΑ
ΑΡΙΘΜ.ΛΟΓ.428/537100-79
ΙΒΑΝ GR8101104280000042853710079
ΚΩΔ.SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ (BIC) ΕΤΗΝGRAA
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ


Τηλέφωνο Επικοινωνίας:

Σουζάνα Κυριακίδου ~ Μαμά Παύλου

6986789490

Αναδημοσίευσε  το όπου μπορείς! Η φωνή μας να γιγαντώσει και να φτάσει σε κάθε σημείο που υπάρχουν Άνθρωποι, ώστε  να μπορέσει ο Παύλος να δει ξανά τη ζωή με αισιοδοξία. Ευχή από καρδιάς ο Παύλος να ξεπεράσει το μεγάλο του πρόβλημα.
Ευχαριστώ πολύ!!

25 λέξεις, μια εικόνα!!

Η Μαρία μας στο Κείμενο φιλοξενεί και διοργανώνει με επιτυχία το ολιγόλεκτο  ''25 λέξεις # 5''.
Δίνοντάς μας μια εικόνα και με περιορισμό λέξεων -25 έως 30 το πολύ- καλούμαστε να εμπνευστούμε  και να δώσουμε τις δικές μας ''εκδοχές'' για την εικόνα.
Φοβερά και τα 20 ολιγόλεκτα. Ένα κλικ στο μπλογκ της Μαρίας και θα σας πείσει.
Η δική μου προσπάθεια, η πρώτη μου προσπάθεια σ' αυτό το δρώμενο σας άρεσε και τη ψηφίσατε.
Σας ευχαριστώ θερμά.


                           
        Η φθορά που ο χρόνος σμιλεύει
      ψιθυρίζει ιστορίες σοφίας.
     Θρόισμα φύλλων το χάδι
      θύμισες κρατά ζωντανές.
   Το όνειρό σου,
   μια μικρή ηλιαχτίδα 
         να φωτίσει ξανά...
    Γι αυτό ζεις!



Η εικόνα που η Μαρία μας έδωσε μου προκάλεσε ένα σωρό συναισθήματα, ιστορίες ολόκληρες, μόνο που προκαλούσαν συναισθήματα λύπης,
Έσβηνα και έγραφα αρκετές μέρες, όχι μόνο για να ''το ράψω'' στα μέτρα των 25  λέξεων, αλλά γιατί δεν ήθελα να βγαίνει μοναξιά, λίπη ή απαισιόδοξο συναίσθημα.
Έτσι ''είδα'' το φθαρμένο σπίτι σαν τον ηλικιωμένο, που ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια του, γεμάτος σοφία και πείρα από τη ζωή, αλλά οι αναμνήσεις του, η τρυφερότητα και η ελπίδα ότι θα δει ξανά αύριο τον ήλιο τον κάνει να χαίρεται που ζει.
Σας ευχαριστώ όλους όσους συν ταξιδέψαμε με καπετάνιο τη Μαρία.
Συγχαρητήρια σε όλους.
Πάμε για το επόμενο! 1/3 θα ξεκινήσει!

Σύννεφα και ήλιος επηρεάζουν τη διάθεση!

Σύννεφα και ήλιος παίζουν το κρυφτό, 
χειμωνιάτικο παιχνίδι αιώνιων αντιπάλων!
 


Ενώ ο άνεμος και η θάλασσα στήσανε καβγά!


και τα κύματα ξεσπούν το θυμό  τους 
ακόμη και στους περαστικούς 
που είχαν την απρονοησία να μην τα πάρουν στα σοβαρά!


Βλέποντας τη θάλασσα, νοστάλγησα το καλοκαίρι!
Μετρώ τις μέρες σαν το φαντάρο που υπηρετεί τη θητεία του!


                 

                      Ο άνεμος, αγαπημένος σύμμαχος των φίλων της ιστιοσανίδας.
Χαζεύοντας τον σέρφερ, χαζεύοντας τη θάλασσα σκέφτηκα με λαχτάρα το κολύμπι, την ηρεμία που μόνο η θάλασσα προσφέρει, την ανεμελιά, τη δικαιολογία για τα μπάνια του λαού το καλοκαίρι, αλλά και όσους θαλασσοπνίγονται στην αγκαλιά της!

Ξέρεις, επηρεάζομαι πολύ από ορισμένα γεγονότα.
Θυμάσαι, εσύ η μεγαλύτερη, το φιλμ ''τα σαγόνια του καρχαρία;'' Το είχα δει με την αδελφή μου και τον πατέρα μου, καλοκαίρι ήταν θυμάμαι. Σκέψου ότι στη θάλασσα έμπαινα για αρκετό καιρό μέχρι τη μέση. Γελάς το ξέρω, και εγώ μαζί σου, αλλά ο επηρεασμός  ήταν μεγάλος.

Ε...παρακολουθώντας τον σέρφερ , σκέφτηκα τη θάλασσα του Αιγαίου!
Πόσα παιδάκια πήρε στην αγκαλιά της!! 

Γιατί την αψήφησαν... 
Γιατί οι ενήλικες ως αδηφάγα όντα έτσι δρομολόγησαν, να μην έχουν αξία οι ζωές ακόμη και παιδιών.
Σκέφτηκα τα νησιά του Αιγαίου και όσους θα τα επισκεφθούν το καλοκαίρι...πώς θα μπορέσουν να κολυμπήσουν οι παραθεριστές στα νερά αυτά που τόσα όνειρα παιδικά έπαψαν να ανασαίνουν;

 


Αλλά να μου πεις, υπάρχουν και άνθρωποι  που ίσως βγάλουν και selfie φωτογραφίες για να δείξουν πως βρέθηκαν στον τόπο του χαμού...
Μην το θεωρείς απίθανο.
Μόλις χθες διάβασα -και αν είναι σωστό το άρθρο- ότι λουόμενοι στην Αργεντινή έβγαζαν selfie  με ένα δελφινάκι που κάποιος το έβγαλε έξω χωρίς να σκεφθούν ότι το καημένο ζωντανό ξεψυχούσε εκτός νερού!!!
Και ξεψύχησε!
Και οι παραθεριστές συνέχιζαν να βγάζουν φωτογραφίες!
Έχουν σίγουρα αποδείξεις με τη μηχανή τους πώς ο άνθρωπος μπορεί και να μη είναι   έλλογο ον, όπως υποστηρίζουμε!
Για την ιστορία, το δελφίνι αυτό το μικρούλι ανήκε στα σπάνια είδη που είναι υπό εξαφάνιση!

Και η πικροδάφνη δεν υποκλίνεται στην ανοησία μας..
          Δυνάμεις ισχυρότερες τη λύγισαν! 
  Όπως λυγίζουν, όλα τα αδύναμα όντα στα χέρια των άσπλαχνων ανθρώπων!

Ο Αλέξανδρος και ο κοντορεβιθούλης

                                          

Ο Αλέξανδρος είχε τελειώσει από ώρα τα μαθήματά του. Στο δωμάτιό του, ήταν ελεύθερος πια να παίξει  ως την ώρα του ύπνου. Εκείνος προτίμησε να διαβάσει από το καινούργιο του βιβλίο,  ένα παραμύθι, ''τον κοντορεβιθούλη''.
Έπεσε μπρούμυτα λοιπόν στο κρεβάτι και άρχισε...

Μια φορά και ένα καιρό ...και οι σελίδες γυρνούσαν η μία μετά την άλλη...και η αγωνία κορυφωνόταν  μια και το παραμύθι τον ταξίδευε στη χώρα που ζούσε ο γίγαντας ο ανθρωποφάγος και οι γονείς που εγκατέλειψαν τον κοντορεβιθούλη και τα αδέλφια του γιατί δεν είχαν να φάνε.

Κοιτούσε την εικονογράφηση και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει και έβλεπε με τα μάτια της  το δάσος με τα παιδάκια που έψαχναν να βρουν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τους, ακολουθώντας τις πετρούλες ή ψάχνοντας τα ψιχουλάκια που τα είχαν φάει τα πουλιά.

Πω πω πόσο τον στενοχώρησε  αυτή η εγκατάλειψη από τους γονείς!  Κοιτούσε την εικόνα με το μικροσκοπικό παιδάκι, που έξυπνο καθώς ήταν, γλίτωνε και τον εαυτό του αλλά και τα μεγαλύτερα αδέλφια του από σκοτούρες και κινδύνους και το θαύμαζε μα και το πονούσε συνάμα.

''Πώς θα θελα να τον είχα δίπλα μου, να του μιλούσα'' , μονολόγησε ο Αλέξανδρος κοιτάζοντας εκστατικός  την εικονογράφηση! 
''Αχ πόσο πολύ θα ήθελα να τον γνώριζα...''  και τότε... κρατσ...άκουσε ένα θόρυβο. Η εικόνα που κοιτούσε είχε μια μικρή τρύπα στη θέση του κοντορεβιθούλη και ο ίδιος ο μικρούλης ήταν άφαντος! 
''Μα τι έγινε;''  Κοίταξε δεξιά και αριστερά ποιος μπορεί να έσκισε την εικόνα και τότε, Θεέ και Κύριε,  τον είδε. Τον ίδιο τον Κοντορεβιθούλη, μια σταλίτσα αγοράκι με τις «επτά-το-μίλι»  μπότες του γίγαντα που του έκλεψε,  με τα ρουχαλάκια του τόσο μικρά αλλά καινούργια και όμορφα, να του χαμογελά.  
Πετάχτηκε όρθιος, έκπληκτος και ο ίδιος με αυτό που έβλεπαν τα μάτια του! Δεν μπορούσε να μιλήσει, κοιτούσε σαν χαμένος το παιδάκι-σαν-ρεβίθι που περπατούσε στο δωμάτιό του και όλο έτριβε τα μάτια και όλο άνοιγε το στόμα σαστισμένος.

''Πώς βρέθηκες εδώ;'' ρώτησε τελικά ο Αλέξανδρος με τρεμουλιαστή φωνή!
''Μα εσύ με φώναξες και να μαι. Τι με ήθελες; Δεν είπες ότι θάθελες να με έβλεπες δίπλα σου;''
Ο Αλέξανδρος τα 'χασε! Ο Κοντορεβιθούλης μιλούσε, του μιλούσε σαν να τον γνώριζε. Ω μα αυτό είναι απίστευτο! 
''Γίνονται τέτοια πράγματα στ' αλήθεια;''  ρώτησε σαν χαμένος  ο Αλέξανδρος. Ακόμη έτριβε τα μάτια του, μα ήταν αλήθεια αυτό που έβλεπε;
''Όλα γίνονται ξέρεις, αρκεί να το θέλεις πολύ. Για λίγο ήλθα, γιατί  έχω πολλές δουλειές '' του απάντησε χαμογελώντας ο μικρούλης ήρωας του παραμυθιού, δείχνοντας να καταλαβαίνει τη σαστιμάρα του νέου του φίλου.
''Μα τι δουλειές μπορεί να κάνει ένα τόσο δα παιδάκι; Τόσο μικρούλι σαν ρεβίθι; Εδώ εγώ είμαι τόσο πιο μεγάλος από σένα αλλά δεν δουλεύω'' είπε με σθένος ο Αλέξανδρος μην νομίζει ο Κοντορεβιθούλης ότι δεν ξέρει και τίποτε!

Τα δυο παιδιά άρχισαν να μιλούν  σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Κι ας τους χώριζαν τόσοι παραμυθοαιώνες!!
''Α, στη χώρα   των δικών μου παραμυθιών, όλα μπορούν να γίνουν. Εξάλλου ξέρω και τα δικά σας παραμύθια στη δική σας χώρα. Εσύ μπορεί να μη δουλεύεις,  μα άλλα παιδάκια δουλεύουν,  παιδάκια  σαν και σένα.''
''Και πού τα ξέρεις όλα αυτά εσύ;'' τον ρώτησε  ο Αλέξανδρος
''Κοίτα, εγώ φοράω τις ''επτά -το -μίλι''  μπότες του γίγαντα και με ένα βήμα βρίσκομαι σε άλλη χώρα, πίσω από τα βουνά, πηδάω ποτάμια και έχω γυρίσει τον κόσμο. Τώρα τελευταία βρήκα τρόπο να έρχομαι και σε άλλες εποχές. Βοηθώ όσους χρειάζονται βοήθεια και όσο μπορώ, κάνω διάφορες δουλειές και βγάζω χρήματα που τα στέλνω στους γονείς μου. Έτσι δεν θα ξαναφήσουν τα αδέλφια μου μόνα τους.Και φυσικά μαθαίνω τα πάντα!''

Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε για πρώτη φορά  άσχημα! Ποτέ δεν είχε σκεφθεί έτσι, ποτέ δεν είχε κάνει κάτι για τους άλλους, ποτέ δεν είχε προβληματιστεί. Άλλαξε κουβέντα αμέσως.
''Πω πω απορώ πώς τους συγχώρεσες τόσο γρήγορα, που σας άφησαν. Για τους γονείς σου λέω. Σας εγκατέλειψαν δυο φορές. Μα μπορούσατε να είχατε σκοτωθεί από το γίγαντα!  Ποια μαμά, ποιος μπαμπάς αφήνει τα παιδιά του;''
''Μα θα πεθαίναμε από την πείνα σίγουρα. Οπότε για το καλό μας μας άφησαν...αλλά εντάξει δεν θα το συζητήσουμε, γιατί πραγματικά με πειράζει να θυμάμαι αυτό που μας έκαναν οι γονείς μας. Θες κάτι άλλο να με ρωτήσεις; Γιατί το αφεντικό μου θέλει να του πάω χιόνι από τα ψηλά βουνά για να 'χει για πάγο...'' είπε ο κοντορεβιθούλης κοιτάζοντας τριγύρω με περιέργεια.

Χιόνι για πάγο; Θα πήγαινε στα ψηλά βουνά με τις '' επτά-το -μίλι '' μπότες; 
''Θα μπορούσες να με πάρεις μαζί σου στη χώρα σου των παραμυθιών να τη δω;'' είπε τελικά.
''Τι να δεις; Βουνά έχουμε, όπως έχει και η χώρα σου και ποτάμια, και πεδιάδες και λιγότερα σπίτια βέβαια, αλλά μερικά είναι πολύ μεγάλα και πλούσια και τα πιο πολλά είναι φτωχικά. Άνθρωποι σαν και σας που δουλεύουν για να ζήσουν τα παιδιά τους, υπάρχει και το κακό βέβαια σαν τον γίγαντα...όπως και σε σας είναι τα πράγματα, τι να δεις;''
''Παρε με μαζί σου σε παρακαλώ. Αυτές οι μπότες που φοράς θα μας πάνε γρήγορα εκεί που ζεις και θα γυρίσουμε ξανά πίσω, έτσι δεν είναι;Θέλω να δω όλα τα μαγικά που υπάρχουν'' τον παρακάλεσε ο Αλέξανδρος
''Δεν βλέπεις τα μαγικά όποτε το θες. Μόνο όταν το αξίζεις.'' του είπε αυστηρά ο κοντορεβιθούλης. '' Και ξέρω ότι και στον κόσμο σου υπάρχουν μαγικά. Να τώρα με βλέπεις, δεν είναι μαγικό αυτό;  Θα τα δεις όμως  μεγαλώνοντας πιστεύω, αρκεί να γίνεις χρήσιμος και καλός. Εσύ τι κάνεις για να είσαι χρήσιμος; ''

Ο Αλέξανδρος τα 'χασε. Σήκωσε τους ώμους του ανήξερος. Αλήθεια τι έκανε χρήσιμο; Πήγαινε σχολείο, εντάξει όλα τα παιδάκια πήγαιναν. Τι άλλο έκανε; 
Και ενώ ο Αλέξανδρος δεν απαντούσε, ο κοντορεβιθούλης συνέχισε
''Να ξέρεις όμως, ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε γρήγορα, θα μας πάρει κάποιες μέρες να ξαναέλθω στην εποχή  σου.''  
''Εντάξει δεν πειράζει. Θα είναι πολύ ωραία να λέω στους φίλους μου ότι είδα την χώρα του κοντορεβιθούλη και ταξίδεψα με τις ''επτά-το -μίλι'' μπότες του'' είπε χαρούμενα ο Αλέξανδρος
''Θα σε πιστέψουν;   γέλασε ο κοντορεβιθούλης '' Και οι γονείς σου; Τι θα κάνουν όταν φύγεις; Θα σε αφήσουν;''
''Δεν θα τους το πούμε γιατί δεν θα με αφήσουν. Θα τους εξηγήσω όταν γυρίσουμε'' είπε ο Αλέξανδρος λίγο ντροπιασμένος.
''Καλά εσύ είσαι παιδάκι τόσο πιο μεγάλο από μένα και λες ότι απορείς που συγχώρεσα τους γονείς μου! Κι   εσύ πώς θα αφήσεις τους δικούς σου γονείς να ψάχνουν να σε βρουν και να μην ξέρουν πού είσαι και τι έπαθες; Είναι σωστό αυτό; Μόνο και μόνο για να λες στους φίλους σου διάφορα για μένα;  Μου φαίνεται ότι κάθε εποχή έχει τα δικά της παραμύθια με εγκαταλείψεις και αδιαφορία,ε;''

Πω πω πόσο ντράπηκε ο Αλέξανδρος! Μα να δείξει ότι δεν νοιάζεται για τους γονείς του!
 Γιατί οι γονείς του σίγουρα θα τρελαίνονταν από τη στενοχώρια τους που δεν θα τον έβρισκαν στο σπίτι δηλαδή εδώ που τα λέμε, δεν θα τον έβρισκαν πουθενά. Αλλά πάλι δεν θα τον πίστευαν αν τους το έλεγε. Να μην πάει; Το ήθελε τόσο πολύ....
''Αν τους μιλήσεις εσύ; '' είπε στον κοντορεβιθούλη
''Α...τους ήρωες από τα παραμύθια μόνο τα παιδιά μπορούν να τους δουν. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω φίλε. Εσύ θα αποφασίσεις αν θα έρθεις μαζί μου και αν θα στενοχωρήσεις τόσο πολύ με την εξαφάνισή σου τους γονείς σου. Βιάσου όμως γιατί δεν έχω χρόνο.Έχω και δουλειές το ξέχασες;''

Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε πολύ. Επιθυμούσε να ζήσει ένα παραμύθι αλλά άξιζε τον κόπο να προκαλέσει τόσο πόνο στη μαμά και τον μπαμπά του; 
''Τι είναι πιο ωραίο στον κόσμο σου από τον δικό μου; Αξίζει να έλθω να δω με τα ίδια μου τα μάτια και ας στεναχωρηθούν οι δικοί μου; Εξάλλου θα χαρούν τόσο πολύ όταν θα με ξαναδούν που θα ξεχάσουν τη στενοχώρια τους'' δικαιολογήθηκε. ''Για  πες μου αξίζει;''
''Δεν έχει τίποτε σπουδαίο η εποχή μου, ούτε η χώρα μου. Άνθρωποι σαν και σένα και σαν και μένα υπάρχουν   που δουλεύουν, κακοί υπάρχουν  που θέλουν να προκαλούν πόνο, αφεντικά υπάρχουν που δίνουν διαταγές, μόνο...μόνο υπάρχουν πολλά δάση και δέντρα και νερά και αέρας πιο καθαρός από τον δικό σας. Α, και ζώα υπάρχουν που μπορούν να σου μιλήσουν. Δεν ξέρω όμως αν θα μιλήσουν σε σένα. Βλέπεις είσαι από μια άλλη εποχή που δεν σέβεστε τα ζώα και φέρεστε άσχημα σ' αυτά όπως φέρονται οι κακοί σε μας τους ήρωες των παραμυθιών''
''Μα τι λες; Είδες που δεν τα ξέρεις όλα; Ποιοι δεν αγαπάνε τα ζώα; Εγώ; Εμείς; Τι τους κάνουμε; Εσείς δεν τα σφάζετε να τα φάτε;  Γιατί μιλούν σε σας;''
''Μα και τα ζώα σας που δεν τα τρώτε τα αφήνετε μόνα, τα εγκαταλείπετε στους δρόμους, τα βασανίζετε για να τους πάρετε το δέρμα, ή για να διασκεδάσετε. Τα ξέρω να είσαι σίγουρος, ότι το κάνετε και ρώτα τους γονείς σου αν δεν το έχεις μάθει''

Ο Αλέξανδρος τα 'χασε. Λες; Λες να είμαστε τόσο κακοί με τα ζώα; Μα ναι ο κος Σπύρος είχε σκύλο και τώρα δεν έχει. Δεν ψόφησε μας είπε αλλά δεν μπορούσε να τον κρατήσει άλλο...λες να τον άφησε στο δρόμο μόνο του;'' σκεφτόταν και ήταν στ'αλήθεια στενοχωρημένος.
''Κοίτα'' είπε ο Κοντορεβιθούλης. ''Μην στενοχωριέσαι και στον κόσμο μου υπάρχουν άνθρωποι που αδιαφορούν και για τα ζώα και για τα δάση αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Αλλά να, τα ζώα μας μας τα λένε και ξέρω ότι δεν μιλούν σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου μου. Μη με ρωτήσεις γιατί, γιατί αυτό δεν το ξέρω ''
''Πώς θα  θελα να δω τον κόσμο σου...να δω ανθρώπους σαν και σένα που η δική μου εποχή δεν έχει, θα ήθελα να ζω σε ένα τέτοιο κόσμο παραμυθιού. Οι μεγάλοι έχουν κάνει τον κόσμο μου τόσο άσχημο. Εγώ δεν πείραξα ποτέ τα ζώα, ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά είναι πολλοί αυτοί που το κάνουν!Εμένα θα μου μιλούσαν τα ζώα σας, να το ξέρεις''
'' Μην κοιτάς πάντα τι κάνουν οι άλλοι. Σημασία έχει τι κάνεις εσύ. Να,  σαν και μένα, παράξενο πλάσμα, έχει  και ο κόσμος σου.Τώρα που το θυμήθηκα,  έχετε εκείνο το παιδάκι στο σχολείο σου που δεν του μιλάτε, ούτε το κάνετε παρέα επειδή  είναι τόσο μικροκαμωμένο και τόσο αδύνατο!'' είπε μελαγχολικά ο Κοντορεβιθούλης. 
''Και στο δικό μου κόσμο να ερχόσουν νομίζω ότι εμένα δεν θα με έκανες παρέα επειδή είμαι μικρούλης, ε;;  Και συ νομίζω τελικά, είσαι σαν τους μεγάλους που λες ότι φταίνε για τον κόσμο σου. Κοίτα, πρέπει να  κάνεις κάτι διαφορετικό για να γίνει ο δικός σου κόσμος παραμύθι. Είσαι έτοιμος να στενοχωρήσεις τους γονείς σου για να κάνεις κάτι που θες. Εγώ έμαθα ότι ο καθένας φτιάχνει το δικό του παραμύθι στον κόσμο που ζει. Εσύ μπορείς;''
''Τι να κάνω; Τι μπορώ;; Ένα παιδί είμαι χωρίς τις '' επτά- το-μίλι'' μπότες που έχεις εσύ. Και μην νομίζεις, εγώ θα σε έκανα παρέα''
''Γιατί θα με έκανες; Με θέλεις γιατί διάβασες για μένα. Αν δεν είχες διαβάσει γιατί θα ήθελες ένα φτωχό παιδάκι και τόσο μικροσκοπικό; Γιατί τότε δεν κάνεις παρέα εκείνο το παιδάκι στο σχολείο;;'' ρώτησε σοβαρός σοβαρός ο μικρούλης.

Άφωνος ο Αλέξανδρος άκουγε το νέο του φίλο χωρίς να μπορεί να τον διορθώσει..κι εκείνος συνέχισε
''Και να ξέρεις, δεν  κάνουν τίποτε οι μπότες . Εγώ θα στα πω όλα που είμαι τόσο μικρούλης σαν ρεβίθι; Οι μπότες  μόνο να καλύπτω μεγάλες αποστάσεις με βοηθούν. Είμαι τόσο μικροσκοπικός και όμως βοηθώ όσους μπορώ. Εσύ τι κάνεις; Δεν θα γίνω κακός σίγουρα μεγαλώνοντας γιατί δεν μ' αρέσει να είμαι κακός και αγαπώ όλους και όλα. Και, ναι , ξέρω να συγχωρώ όπως συγχώρεσα τους γονείς μου και ας μην μπορώ να το ξεχάσω. Αυτά μπορώ να κάνω. Σκέψου και εσύ τι μπορείς να κάνεις για να αλλάξεις τον κόσμο σου. Αλλά εσύ αποφασίζεις. Τι θα γίνει; Φεύγω και αν είναι να έλθεις μαζί μου πιάσε το χέρι μου.''

Ο Αλέξανδρος προβληματίστηκε..το ήθελε τόσο πολύ να ζήσει μια περιπέτεια.......άπλωσε το χέρι μα...όχι δεν άξιζε να στενοχωρήσει τόσο τους δικούς του, θα προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλό μπορούσε για να φτιάξει λίγο ο δικός του κόσμος. Εξάλλου υπήρχαν πολλά που δεν είχε κάνει ενώ θα έπρεπε. 
''Πήγαινε στο καλό φίλε, σ' ευχαριστώ που ήλθες, στο καλό''

Και τσουπ....άκουσε έναν άλλο θόρυβο και είδε την τρύπα στην εικόνα να γεμίζει με όλους τους ήρωες του παραμυθιού παρόντες. Ο κοντορεβιθούλης του κουνούσε το χέρι για λίγο και μετά έγινε μια εικόνα παραμυθιού, τόσο ωραία ζωγραφισμένη!
Έκλεισε γρήγορα το βιβλίο του και πήγε στην κουζίνα ...είχε πάρει τις αποφάσεις του!
''Ήλθα να βοηθήσω να ετοιμάσεις το τραπέζι μαμά '' είπε
Η μαμά τον κοίταξε απορημένη, αλλά χάρηκε τόσο πολύ με το γιο της που αποφάσισε για πρώτη φορά να βοηθήσει!

                                                                                                                     
Είναι μια ακόμη συμμετοχή μου στο ''Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι''

Δεν υπάρχουν νεράϊδες!




Να, τώρα θα το πει πάλι, σκέφτηκε η Ρηνούλα, την ώρα που η μαμά έσπρωχνε το καροτσάκι της  στη ράμπα του σχολείου.''Ήταν ανάγκη να είναι τόσο ψηλά η είσοδος;'' μονολόγησε η μαμά ξεφυσώντας και σπρώχνοντας.
Μετά το ατύχημα όλα άλλαξαν. Ήταν νηπιαγωγείο  όταν   έγινε το τρακάρισμα. Σμπαράλια έγινε το αμάξι, ο μπαμπάς  και η Ρηνούλα   χτύπησαν  και  από τότε εκείνη δεν  περπατάει και δεν θα περπατήσει ποτέ, είπαν οι γιατροί.
Προσπαθεί όμως το κορίτσι μας. Δευτέρα δημοτικού, μπορεί να κάνει πολλά μόνη της. Αλλά να.. κάποια πράγματα την στενοχωρούν.
Το μπάνιο ,που την παίρνουν αγκαλιά, το μπαλέτο που δεν θα μάθει ποτέ, το τρέξιμο, αλλά και η απουσία φίλων!. 
Στο σχολείο έχει παρέες αλλά δεν μένουν πολλή  ώρα δίπλα της. Βλέπεις, τα παιδιά προτιμούν να παίζουν και να τρέχουν και όχι να κάθονται μαζί  της και να συζητούν! 
Είναι όμως καλή μαθήτρια! Σιγά μην δεν διαβάζει, να στενοχωρεί τους γονείς της!
Στο σπίτι της αισθάνεται καλύτερα. Μόλις κάνει όλα της τα μαθήματα, διαβάζει παραμύθια, ζωγραφίζει, βλέπει ταινίες. Η μαμά,   της  πήρε  υλικά  για κατασκευές και ασχολείται μαζί της πολύ. Ο μπαμπάς και αυτός είναι δίπλα της, αλλά είναι τόσο αγέλαστος!''Όταν έχει κέφια η Ρηνούλα μας ,  γεμίζει το σπίτι τραγούδια'',   λέει η μαμά. Μαζί πάνε και στον ψυχολόγο. Μαζί με τη μαμά κάνουν τα πάντα. Γι αυτό η μαμάκα της είναι για εκείνη, όπως η σχεδία για ένα ναυαγό, το σωσίβιο για αυτόν  που δεν ξέρει κολύμπι!
Μα σήμερα έχει ακεφιές. Ο μπαμπάς  γύρισε   από τη δουλειά και είναι θυμωμένος με τη μαμά. Το κατάλαβε από το άρωμα του καπνού του. Ο μπαμπάς δεν καπνίζει, εκτός και αν είναι θυμωμένος. Τσακώθηκαν χθες τη νύχτα που νόμιζαν ότι κοιμόταν η Ρηνούλα. Η μαμά έλεγε τι θα γίνει το παιδί τους όταν μεγαλώσουν και ο μπαμπάς φώναζε ότι  δεν του φτάνουν όλα, έχει και   εκείνη να του σπάει τα νεύρα. Η μαμά έκλαψε!! Για 'κείνη τσακώθηκαν, το κατάλαβε!

Αχ και να υπήρχαν νεράιδες, να είχαν μαγικά ραβδάκια! Έπλαθε με τη φαντασία της ολόκληρα ταξίδια στη χώρα των παραμυθιών,  που οι νεράιδες κρατούσαν  τα μαγικά τους ραβδάκια για τα καλά παιδιά. Θα τους ζητούσε να την κάνουν να περπατήσει!
Γιατί ήταν καλό παιδί, δεν χωρούσε αμφιβολία. Είχε φυσική συστολή και ευγένεια , έλεγαν όλοι, που ακόμη και ο μπαμπάς, που θύμωνε συχνά με τη μαμά, εκείνης δεν της κακομιλούσε. .
Μα  γιατί τσακώνονταν συχνά οι γονείς της;  Τι μπορούσε  να κάνει;
 Πόσο θα ήθελε να μην ήταν η αιτία να κλαίει η μαμά και να θυμώνει ο μπαμπάς!
 .....................

Αυτή ήταν  η συμμετοχή μου στο ''Παιχνίδι των λέξεων'' της Μαρίας στο  mytripssonblog 
Ευχαριστώ όλους όσους συμμετείχατε ή βαθμολογήσατε και κάνατε αυτό το ταξίδι μαγικό!
Μαρία μου, είσαι μια εξαίρετη οικοδέσποινα. Ευχαριστώ  για τη φιλοξενία.
Συγχαρητήρια στον Γιάννη (κι εδώ ) και τη Μαρία Κανελλάκη για την πρωτιά!
Και εδώ μπορείτε να διαβάσετε τα δύο διηγήματα που πρώτευσαν.

Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι !'' Το μαγικό περβάζι''



Το ξέρεις εκείνο εκεί το περβάζι που πάνω του τα πάντα μιλάνε;
Εκείνο εκεί σου λέω, απέναντι, που έχει τις γλάστρες το βασιλικό και το γεράνι, αυτές που ποτίζει μόνος του ο Κοσμάς κάθε μέρα.

Αυτό το περβάζι λοιπόν έχει δει θάματα και πράματα. Ό,τι ακουμπήσει επάνω του αποκτά λαλιά. Να, γι αυτό τρέχουν τα πουλιά να καθίσουν εκεί, για να μπορούν έστω και για λίγο να μιλήσουν. Γι αυτό ο άνεμος κάνει το χατήρι ακόμη και στους κόκκους της σκόνης να τους μεταφέρει πάνω στο περβάζι. Γι αυτό και οι αχτίνες του ήλιου κάθονται εκεί πιο πολλή ώρα και το ζεσταίνουν. Για να μιλήσουν και αυτές.
Μη με ρωτάς πώς έγινε αυτό και τα πάντα αποκτούν λαλιά...δεν ξέρω την αρχή. Αλλά ξέρω ότι το παράθυρο ανοίγει πρωί πρωί και κλείνει το βράδυ. Η γιαγιά κάθεται στο παράθυρό της και πλέκει. Κοιτάζει τον Κοσμά που πάει στο σχολείο του και τον βλέπει πρώτη που γυρνάει.
Η γιαγιά λοιπόν κάθεται για να συζητά με όλα. Μπορεί να λένε ότι η γιαγιά γέρασε και μιλάει μόνη της, αλλά δεν τη νοιάζει. Έτσι και αλλιώς κανένας από το σπίτι δεν έχει χρόνο να συζητήσει μαζί της.



Σήμερα λοιπόν πήρε θέση η γιαγιά μαζί με τον καφέ της και το πλεχτό της μπροστά στο παραθύρι της.
Ο Κοσμάς, όταν πότισε τα λουλούδια της, έφυγε για το σχολείο. Στο περβάζι υπήρχε μόνο λίγο νερό που έπεσε από το ποτιστήρι. Φυσικά υπάρχει πάντα το γεράνι και ο βασιλικός. Φύσηξε τότε ο άνεμος και έφερε ένα κόκκο χώμα, που τον παρακάλεσε να τον πάει σ' αυτό το περβάζι να δει από κοντά τι μαγικό συμβαίνει.
Ο άνεμος δεν καθόταν να συζητήσει μαζί τους. Ήταν πολύ απασχολημένος είπε. Έπρεπε να πετάξει παντού γιατί τον χρειάζονταν. Εκείνος κινούσε τους ανεμόμυλους, εκείνος φούσκωνε τα πανιά των ιστιοφόρων, εκείνος δρόσιζε τους ανθρώπους, εκείνος σκόρπιζε τους σπόρους μακριά, εκείνος καθάριζε την ατμόσφαιρα και χίλια δυο άλλα. Γι αυτό δεν επέμεινε η γιαγιά να τον κρατήσει!
Οι αχτίνες του ήλιου έψαχναν το περβάζι και αμέσως το φώτισαν με την παρουσία τους. Ο πατέρας τους ο ήλιος δεν τις άφηνε όλες στο ίδιο σημείο, γι αυτό δυο δυο έρχονταν κάθε μέρα. αλλά διαφορετικές αχτίνες, για να μην παραπονιέται καμιά.

Που λες, ήλθε και ένα πουλάκι να πιει το νεράκι πάνω στο περβάζι.


-Μη με πιεις , του είπε το νεράκι
-Ωωωω μα διψάω και πού να τρέχω να βρω νερό; Δεν μένει καθόλου νερό στο χώμα. Ή το εξατμίζει ο ήλιος, ή το πίνει το χώμα αν είναι διψασμένο.
-Μη στενοχωριέσαι, θα σου δώσω εγώ νερό, είπε η γιαγιά. Αλλά επειδή μπορεί και αυτό να αποκτήσει λαλιά και να μη θέλει να το πιεις, θα το ρίξω κάτω , εκεί δα, σε βολεύει; το ρώτησε.

Το πουλάκι πέταξε κάτω από το περβάζι και ήπιε λαίμαργα το νερό από τη λακκουβίτσα.
Χορτασμένο πια, κάθισε παρέα με τη γιαγιά και τις αχτίδες, αλλά και το νεράκι που το πρόσεχαν οι θυγατέρες του ήλιου να μην το ζεστάνουν και εξατμιστεί. Το γεράνι και ο βασιλικός κάθονταν σιωπηλοί την περισσότερη ώρα, γιατί τους άρεσε να ακούνε!

     Όμως τον κόκκο το χώμα δεν τον πρόσεχαν.

-Κανείς, ούτε εδώ σ' αυτό το μαγικό περβάζι δεν μου δίνει σημασία, είπε παραπονεμένα ο κόκκος.

-Α...με συγχωρείς είπε το νεράκι, αλλά είσαι τόσο μικρός δεν σε πρόσεξα.

-Και συ μια σταγόνα είσαι, εντάξει, λίγο πιο μεγάλη από εμένα, αλλά σου μιλάνε όλοι.

-Μην παραπονιέσαι, είπε η γιαγιά. Τώρα σε είδαν και σε άκουσαν όλοι.

-Πέστε μου τότε, πώς είναι να είσαι μεγάλος και να μπορείς να πηγαίνεις παντού; Να, εσείς οι αχτίδες, του ήλιου οι θυγατέρες, βλέπετε όλον τον κόσμο. Σας λατρεύουν όλοι και κανείς δεν σας αποδιώχνει όπως εμένα που με σκουπίζουν ή με πατάνε συνεχώς...

-Ναι είμαστε αγαπητές, είπαν οι αχτίδες, αλλά δεν μας αγαπούν πάντα. Να, τώρα τελευταία δεν μας θέλουν και πολύ να τους χαϊδεύουμε τα μαλλιά ή τα μάγουλα, γιατί κάνουμε, λέει, κακό στο δέρμα. Και όταν κάνει ζέστη δεν μας αγαπούν, γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να δουλέψει κάτω από τον καυτό ήλιο..δεν είμαστε λοιπόν πάντα αγαπητές!

-Εντάξει, μπορεί κάποιοι να μην αγαπάνε τον ήλιο όταν καίει, αλλά μπορείτε να πηγαίνετε παντού και βλέπετε τόσο κόσμο. Κανείς όμως δεν μπορεί να σας κάνει κακό. Είστε οι πιο δυνατές και αγαπητές από όσο ξέρω.

-Όλοι μπορούν να πάθουν κακό, έτσι λέει ο ήλιος, είπαν οι αχτίδες. Αλλά μην μας ρωτήσετε τι κακό γιατί δεν ξέρουμε...

-Όλα μπορούν να πάθουν κακό αλλά δεν πρέπει να το σκέφτεται κανείς, είπε η γιαγιά.Το μόνο που πρέπει να μας νοιάζει είναι πόσο καλό μπορούμε να κάνουμε.


-Και εγώ είπε το πουλάκι πετάω και βλέπω τόσο κόσμο, αλλά τελευταία φοβάμαι μην πάθω κακό, γιατί μας κυνηγούν οι κυνηγοί και στον άλλο δρόμο είναι κάτι παιδιά που μας πετάνε με σφεντόνες πέτρες

-Πω πω τι θα πει φοβάμαι; το διέκοψε ο κόκκος

-Εσύ δεν φοβάσαι; Δεν νιώθεις κάτι που σου προκαλεί στενοχώρια όταν νομίζεις ότι θα σε πατήσει κάποιος ή όταν νομίζεις ότι θα διαλυθείς από το νερό;

-Α...όχι δεν νιώθω κάτι, γιατί και το νερό να με διαλύσει θα με στεγνώσει ο ήλιος και θα γίνω πάλι κόκκος και ακόμα αν με πατήσει κάποιος, κολλάω κάτω από το παπούτσι του και με πάει αλλού. Να, όμως στενοχωριέμαι όταν με διώχνουν με τη σκούπα.

-Εσείς αχτίδες φοβάστε;

-Όχι δεν φοβόμαστε ...μα τι λέω ναι φοβόμαστε, όταν τα σύννεφα μας εμποδίζουν να έλθουμε να ζεστάνουμε τον κόσμο . Μα ο μπαμπάς μας λέει ότι είναι χρήσιμα και αυτά επειδή φέρνουν νερό στη Γη και είναι σαν ομπρέλες που δίνουν σκιά στον κόσμο να κάνει τις δουλειές του χωρίς τις ζεστές θυγατέρες του...εμάς εννοεί!

-Να τον διώξετε το φόβο από μέσα σας είπε η γιαγιά. Σας κάνει μόνο να αισθάνεστε άσχημα και να μην μπορείτε να ευχαριστηθείτε ό,τι κάνετε τώρα.

-Μα γιαγιά, είπε το πουλάκι, εγώ να μην φοβάμαι μη με σκοτώσει κανένας κυνηγός;

-Και να φοβάσαι τι θα γίνει; Θα κρύβεσαι, και δεν θα γνωρίσεις τίποτε στον κόσμο. Δεν θα έχεις φτιάξει τη δική σου φωλιά από φόβο μήπως σε βρει κυνηγός. θα μένεις κρυμμένο και δεν θα είσαι ούτε μια στιγμή χαρούμενο, ούτε θα γνωρίσεις την αγάπη και δεν θα κάνεις τα δικά σου πουλάκια. Είναι ζωή αυτό;

                Το πουλάκι έμεινε σκεφτικό!

-Όταν κάτι ή κάποιος είναι χρήσιμος τότε φοβάται. Αυτό κατάλαβα εγώ. Μακάρι να μπορούσα να φοβηθώ και εγώ πετάχτηκε ο κόκκος από χώμα.

-Μα είσαι χρήσιμος του είπε το γεράνι. Πες στον αέρα να σε βάλει μέσα στη γλάστρα μου να μου κάνεις για πάντα συντροφιά. Σε θέλω!

Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένας ψίθυρος. Το νεράκι μίλησε .Προσπαθούσε να αναπνεύσει μια και εξατμιζόταν λίγο λίγο

-Εγώ τώρα φοβάμαι που θα χαθώ, είπε το νεράκι. Εξατμίζομαι και από τον άνεμο και όχι μόνο από τον ήλιο. Αλλά είμαι χρήσιμο, το ξέρω. Χωρίς νεράκι τίποτε δε ζει. Και η μια σταγόνα είναι χρήσιμη!

-Να μη φοβάσαι. Απόλαυσε την συζήτηση και τον αέρα που φυσάει απαλά και τις αχτίδες του ήλιου, για να έχεις να διηγείσαι στις άλλες σταγόνες πολλά από αυτά που είδες.
Εξάλλου, δεν θα χαθείς. Θα εξατμιστείς, αλλά κάποια στιγμή θα γίνεις πάλι νερό, νερό βροχής και θα είσαι μια όμορφη σταγόνα που θα ταξιδέψει αλλού. Και αν είμαι τυχερή μπορεί να πέσεις ξανά σ' αυτό το περβάζι, το παρηγόρησε η γιαγιά.


Η σταγόνα χαμογέλασε και σαν να πήρε βαθιά ανάσα ανακούφισης από τα λόγια της γιαγιάς. Μετά δεν ξαναμίλησε μέχρι που εξατμίστηκε τελείως.

- Στο καλό σταγόνα, να πας να βρεις εκείνο το σύννεφο ψηλά είπε η γιαγιά. Και όταν θα ξαναέλθεις εδώ στη γη θα ποτίσεις τα φυτά και τα δέντρα για να μας δώσουν καρπούς.

-Είδατε; Ακόμη και η σταγόνα είναι χρήσιμη. Εγώ είμαι τελείως άχρηστος

-Κάνεις λάθος είπε η γιαγιά. Το χώμα είναι χρήσιμο πολύ. Και εσύ, ένας μικρός κόκκος, έχεις μέσα σου ζωή, το ξέρεις; Θες να δεις; Μπορείς να μπεις σ' αυτή τη μικρή λακουβίτσα στο περβάζι; Εγώ θα ρίχνω σταγονίτσες νερό κάθε μέρα να ξεδιψάς, οι αχτίνες θα σε ζεσταίνουν και θα δεις τι θα γίνει μετά λίγο καιρό.

-Ναι θέλω είπε ο κόκκος. Έτσι και αλλιώς αύριο θα με σκουπίσει κάποιος, ή θα με πάρει ο αέρας και θα χάσω τη συντροφιά σου

Έτσι και έγινε. Ο κόκκος από χώμα γέμισε μια μικρή τρυπούλα που είχε το περβάζι. Η γιαγιά κάθε μέρα έριχνε μια σταγονίτσα νερό και οι αχτίδες μέσα στη συζήτηση δεν ξεχνούσαν να ζεσταίνουν το χωματάκι που περίμενε να δει τι θα συμβεί.
Και πράγματι μετά κάποιο καιρό έβγαλε δειλά το κεφαλάκι του ένα λουλουδάκι. Γιατί ο σπόρος ήταν μέσα στον κόκκο με το χώμα. Ήταν η ζωή που έλεγε η γιαγιά.
-Κανείς δεν είναι άχρηστος είπε η γιαγιά στην παρέα. Ακόμη και το πιο μικρό είναι χρήσιμο και κρύβει μέσα του ζωή ή δίνει ζωή.

Η υπόλοιπη παρέα κοιτούσε με θαυμασμό τη μικρή λακουβίτσα. Και ο κόκκος το χώμα κοιτούσε ξαπλωτός το λουλουδάκι πόσο όμορφο ήταν! Ήταν τόσο περήφανο!
Έτσι κυλούσαν οι μέρες και την παρέα την συμπλήρωνε πότε ένα μυρμήγκι, άλλοτε ένα φύλλο από το δέντρο που το έφερε ο άνεμος και άλλοτε οι σταγόνες βροχής. Μα τότε οι αχτίνες του ήλιου δεν έκαναν επίσκεψη στο περβάζι της γιαγιάς, εκτός και αν τρύπωναν ανάμεσα από τα σύννεφα και έρχονταν για να χαιρετίσουν.

-Αυτή είναι η ζωή.Τα πάντα κάνουν τον κύκλο τους, έλεγε η γιαγιά.
Έτσι περνούσαν οι μέρες σ' αυτό το περβάζι που πάνω του τα πάντα μιλάνε!
                                                                                                                              


*Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο της Αριστέας μας :

''Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι''

*Όλες οι φώτο είναι από το pinterest